Τι σημαίνει το engine στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης engine στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του engine στο Αγγλικά.
Η λέξη engine στο Αγγλικά σημαίνει μηχανή, πυροσβεστικό, μηχανή, έναυσμα, μηχανή αεροσκάφους, διανεμητής μπύρας, κινητήρας καύσης, κινητήρας ντίζελ, ντιζελοκινητήρας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μηχανοδηγός, μηχανοστάσιο, πυροσβεστικό όχημα, πυροσβεστικό όχημα, τετράχρονος κινητήρας, κινητήρας εσωτερικής καύσης, βενζινοκινητήρας, θερμικός κινητήρας, υδραυλικός κινητήρας, μηχανή εσωτερικής καύσης, στροβιλοκινητήρας, κινητήρας αεριώθησης, παλινδρομικός κινητήρας, πυραυλοκινητήρας, μηχανή αναζήτησης, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, ατμομηχανή, μηχανάμαξα ελιγμών, ατμομηχανή, κινητήρας δύο χρόνων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης engine
μηχανήnoun (vehicle: motor) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fiona turned the key in the ignition and heard the engine come to life. Η Φιόνα γύρισε το κλειδί στη μίζα και άκουσε τη μηχανή να παίρνει μπρος. |
πυροσβεστικόnoun (fire truck) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Three engines attended yesterday's house fire. Τρία πυροσβεστικά επιμελήθηκαν της χθεσινής φωτιάς στο σπίτι. |
μηχανήnoun (train: locomotive) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There were three carriages behind the engine. Υπήρχαν τρία βαγόνια πίσω από τη μηχανή. |
έναυσμαnoun (figurative (stimulus) (για κάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This latest government policy is likely to prove the engine of the party's destruction. |
μηχανή αεροσκάφουςnoun (motor of plane or helicopter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διανεμητής μπύραςnoun (draws beer from keg) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κινητήρας καύσης(mechanics) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κινητήρας ντίζελ, ντιζελοκινητήραςnoun (engine type) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The car has a diesel engine. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (air displaced in an engine) |
μηχανοδηγόςnoun ([sb] who drives a train) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) One of the two engine drivers was killed when the trains collided. |
μηχανοστάσιοnoun (literal (ship: room containing the engine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πυροσβεστικό όχημαnoun (fire fighting vehicle) Most fire trucks are painted red. |
πυροσβεστικό όχημαnoun (firefighters' vehicle) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A red firetruck went speeding down the street with the siren on. |
τετράχρονος κινητήραςnoun (internal combustion engine) |
κινητήρας εσωτερικής καύσηςnoun (motor powered by gas combustion) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βενζινοκινητήραςnoun (motor that runs on petrol) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The gasoline engines in cars are one of the causes of global warming. Our lawn mower has a petrol engine. |
θερμικός κινητήρας(thermodynamics) |
υδραυλικός κινητήραςnoun (motor powered by water energy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μηχανή εσωτερικής καύσηςnoun (burns fuel within cylinders) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στροβιλοκινητήραςnoun (engine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The airplane had two jet engines. Το αεροπλάνο είχε δυο κινητήρες αεριώθησης. |
κινητήρας αεριώθησηςnoun (uses jet propulsion) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παλινδρομικός κινητήραςnoun (machinery) |
πυραυλοκινητήραςnoun (engine of a spacecraft) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μηχανή αναζήτησηςnoun (internet searches) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Type a keyword into your search engine and view the results. Γράψε μια λέξη κλειδί στη μηχανή αναζήτησής σου και δες τα αποτελέσματα. |
φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησηςadjective (web page: returned via search) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You need to make your website as search-engine friendly as possible. |
ατμομηχανήnoun (engine powered by steam) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μηχανάμαξα ελιγμώνnoun (US (train) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ατμομηχανήnoun (locomotive train) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κινητήρας δύο χρόνωνnoun (internal-combustion engine) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του engine στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του engine
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.