Τι σημαίνει το tumble στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tumble στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tumble στο Αγγλικά.
Η λέξη tumble στο Αγγλικά σημαίνει πέφτω, κατρακυλάω, κατρακυλώ, πτώση, κατρακύλα, κατρακυλάω, κατρακυλώ, κάνω ασκήσεις σε διάδρομο, στιλβώνω, πηδάω, πηδώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω ότι/πως, αγώνας χωρίς κανόνες, άγριος, τρώω τούμπα, κατρακυλώ, πέφτω, καταρρέω, στεγνώνω, στεγνωτήριο ρούχων, πέφτω, κατρακυλώ, βγαίνω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tumble
πέφτωintransitive verb (fall) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The pile of books didn't look too stable; John gave them a prod and they tumbled to the floor. Η στοίβα με τα βιβλία δεν φαινόταν πολύ σταθερή· ο Τζον την σκούντηξε και αυτή έπεσε στο πάτωμα. |
κατρακυλάω, κατρακυλώintransitive verb (roll) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ball of wool tumbled across the floor. Το κουβάρι του μαλλιού κύλησε στο πάτωμα. |
πτώσηnoun (fall) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sophie's tumble resulted in a broken collar bone. Η πτώση της Σόφι είχε ως αποτέλεσμα μια σπασμένη κλείδα. |
κατρακύλαnoun (roll) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A chair leg finally put a stop to the ball of wool's tumble. Το πόδι μιας καρέκλας έβαλε τέλος στην κατρακύλα του κουβαριού. |
κατρακυλάω, κατρακυλώintransitive verb (finance: values, prices) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) House prices have tumbled in the wake of the financial crisis. |
κάνω ασκήσεις σε διάδρομοintransitive verb (gymnastics) (γυμναστική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The acrobat was tumbling with great skill. |
στιλβώνωtransitive verb (gemstones: polish) (πολύτιμους λίθους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yvonne tumbled the gemstones, before stringing them on the necklace. Η Υβόν στίλβωσε τους πολύτιμους λίθους, προτού τους περάσει στο περιδέραιο. |
πηδάω, πηδώtransitive verb (slang, dated (have sex with) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (with object: realise, understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ryan is going to be so angry when he tumbles to what we've done behind his back. |
καταλαβαίνω ότι/πωςphrasal verb, transitive, inseparable (with clause: realize truth) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγώνας χωρίς κανόνεςnoun (violent, disorderly struggle) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
άγριοςadjective (rough, disorderly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρώω τούμπαverbal expression (person: fall over) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I slipped on some ice and took a tumble in the parking lot. |
κατρακυλώ, πέφτωverbal expression (figurative (prices, sales: fall rapidly) (τιμές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The price of crude oil took a tumble on the stock market today. |
καταρρέω(collapse, fall) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The house had not been maintained for years and it was tumbling down around us. |
στεγνώνωverbal expression (heat until dry in a tumble-dryer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στεγνωτήριο ρούχωνnoun (appliance for drying laundry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω, κατρακυλώ(fall out) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Everything in the closet tumbled out when I opened the door. |
βγαίνω από κτ(figurative (people: exit en masse) When the film finished, everyone tumbled out of the cinema. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tumble στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tumble
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.