Τι σημαίνει το tune στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tune στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tune στο Αγγλικά.

Η λέξη tune στο Αγγλικά σημαίνει μελωδία, κουρδίζω, συντονίζω, ρυθμίζω, ρυθμίζω, συντονίζομαι, συντονίζομαι σε, συντονίζομαι με, σταματάω να ακούω, κουρδίζω, κουρδίζω, ρυθμίζω, κάνω κουμάντο, τραγουδώ σωστά, αλλάζω γνώμη, βελτιώνω, προσαρμόζω, προσαρμόζω με ακρίβεια, κουρδισμένος, αρμονικός, τονικά σωστός, όχι φάλτσος, συντονισμένος με κτ, εναρμονισμένος με κτ, παράφωνα, φάλτσα, παράτονα, παράφωνος, φάλτσος, παράτονος, που δεν συνάδει, παίζω μια μελωδία, σήμα εκπομπής, ποσό ύψους, ρύθμιση, ρύθμιση, προθέρμανση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tune

μελωδία

noun (music: song)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry hummed a tune as he worked.
Ο Χάρι σιγοτραγουδούσε έναν σκόπο ενώ δούλευε.

κουρδίζω

transitive verb (music: an instrument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joan is tuning her guitar.
Η Τζοάν κουρδίζει την κιθάρα της.

συντονίζω

transitive verb (adjust frequency)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan tuned the radio to his favourite station.
Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό.

ρυθμίζω

transitive verb (engine) (για βέλτιστη απόδοση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mechanic tuned the car.

ρυθμίζω

transitive verb (machine: calibrate) (μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The maintenance engineer tuned all the machines in the factory.

συντονίζομαι

phrasal verb, intransitive (listen to [sth] broadcast)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Be sure to tune in to next week's episode of "Radio Murder Mystery Hour"!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συντονιστείτε στον σταθμό μας για να λάβετε μέρος στη μεγάλη ραδιοφωνική μας κλήρωση.

συντονίζομαι σε

(listen to: [sth] broadcast)

συντονίζομαι με

(figurative (be aware of: feelings, needs) (μεταφορικά)

σταματάω να ακούω

phrasal verb, intransitive (figurative (lose concentration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I tune out when my wife starts nagging me.

κουρδίζω

phrasal verb, intransitive (musical instrument: adjust pitch) (μουσικό όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There is something exciting about hearing an orchestra tune up just before a performance.

κουρδίζω

phrasal verb, transitive, separable (musical instrument: adjust pitch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave was tuning his guitar up.

ρυθμίζω

phrasal verb, transitive, separable (vehicle, engine: adjust)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My friend the mechanic tuned my car up for me.

κάνω κουμάντο

verbal expression (be in charge, make the decisions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pastor may think he calls the shots, but the organist really leads the worship service.

τραγουδώ σωστά

verbal expression (figurative (sing correct notes)

He can't carry a tune. Every note he sings is wrong.
Δεν μπορεί να τραγουδήσει σωστά. Κάθε νότα που τραγουδά είναι λάθος.

αλλάζω γνώμη

verbal expression (change opinion)

βελτιώνω, προσαρμόζω

transitive verb (figurative (refine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The basic process is good but we'll need to fine-tune it a bit as we go along.

προσαρμόζω με ακρίβεια

transitive verb (adjust precisely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He found it impossible to fine-tune the radio using the dial

κουρδισμένος

adjective (instrument: correctly tuned) (μουσικά όργανα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
If you don't keep your guitar in tune it'll sound awful.

αρμονικός

expression (sound: harmonious) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τονικά σωστός, όχι φάλτσος

adverb (sing: with correct notes) (τραγούδι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm looking for people who can sing in tune, to join the choir I'm starting.

συντονισμένος με κτ, εναρμονισμένος με κτ

expression (figurative (in harmony with [sth])

παράφωνα, φάλτσα, παράτονα

adverb (sing: off key)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They don't want me in the church choir because I always sing out of tune.

παράφωνος, φάλτσος, παράτονος

adjective (singing, instrument: off key)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry's out-of-tune singing became quite embarrassing after only a few bars.

που δεν συνάδει

adjective (figurative (not conforming)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The educational system is out of tune with the needs of industry.

παίζω μια μελωδία

verbal expression (music: perform a melody)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suzan taught me to play a tune on the piano.
Η Σούζαν με δίδαξε να παίζω μια μελωδία στο πιάνο.

σήμα εκπομπής

noun (theme song)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ποσό ύψους

expression (informal, figurative (in the amount of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They've conned the company to the tune of several hundred thousand pounds. The new car set him back to the tune of $30,000.
Εξαπάτησαν την εταιρεία σε ποσό ύψους εκατοντάδων χιλιάδων λιρών. Το καινούριο αμάξι του κόστισε το ποσό ύψους 30.000 δολαρίων.

ρύθμιση

noun (adjustment of a motor, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The engine is running perfectly after the mechanic's tune-up.

ρύθμιση

noun (adjustments made to improve efficiency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προθέρμανση

noun (informal (preparatory practice or warm-up)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tune στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tune

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.