Τι σημαίνει το tyre στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tyre στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tyre στο Αγγλικά.
Η λέξη tyre στο Αγγλικά σημαίνει Τύρος, κουράζω, κουράζομαι, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, λάστιχο, λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχο, ξεφουσκωμένο λάστιχο, λάστιχα πεπιεσμένου αέρα, ρεζέρβα, μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα, κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτου, πιεσόμετρο, γρύλος, πίεση ελαστικών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tyre
Τύροςnoun (Lebanese port) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
κουράζωtransitive verb (make tired) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The hike had tired Agatha, so she went to bed early. Η πεζοπορία κούρασε την Αγκάθα και έτσι πήγε για ύπνο νωρίς. |
κουράζομαιintransitive verb (become tired) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Towards the end of the day, the workers began to tire and output slowed. Προς το τέλος της ημέρας οι εργάτες άρχισαν να κουράζονται και η απόδοση μειώθηκε. |
χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ(lose interest in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At first, Rose was very enthusiastic about the course, but she tired of it when she realised how much work she had to do. Στην αρχή η Ρόουζ ήταν ενθουσιασμένη με το μάθημα, αλλά το βαρέθηκε όταν κατάλαβε πόση δουλειά έπρεπε να κάνει. |
λάστιχοnoun (rubber around wheel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I need to buy two new tyres for my car. Πρέπει να αγοράσω δύο καινούρια λάστιχα για το αυτοκίνητό μου. |
λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχοnoun (vehicle's wheel cover: very worn) (όχημα) You have one bald tire but the other three still have some rubber left on them. |
ξεφουσκωμένο λάστιχοnoun (deflated wheel cover on a vehicle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If you drive just a short way with a flat tire, you may have to replace the metal wheel as well. |
λάστιχα πεπιεσμένου αέραnoun (has pressurized air) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ρεζέρβαnoun (US (extra wheel cover) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I keep a spare tire in the trunk of my car [US]. I keep a spare tyre in the boot of my car [UK]. Έχω μια ρεζέρβα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου. |
μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάραnoun (US, figurative, slang (fat stomach) (ΗΠΑ, αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I've got to watch what I eat: I need to lose this spare tire. |
κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτουnoun (covering for a tire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιεσόμετροnoun (device: measures tire pressure) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The tire gauge showed that the tires were under-inflated. |
γρύλοςnoun (US (metal tool for removing a tyre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I've got the jack but I can't find the tyre iron. |
πίεση ελαστικώνnoun (air pressure inside tire) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tyre στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tyre
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.