Τι σημαίνει το under στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης under στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του under στο Αγγλικά.

Η λέξη under στο Αγγλικά σημαίνει κάτω, κάτω, υπό, κάτω, κάτω από, υπό-, κάτω, κατώτερος, χαμηλός, ναρκωμένος, στον βυθό, από κάτω, υπό, υπό, -, -, σύμφωνα με, με βάση, υπό, υπό την καθοδήγηση, υπό την εποπτεία, υποκύπτω, ενδίδω, χώνομαι κάτω από κτ, εμπίπτω σε, εμπίπτω σε, περνάω κάτω από κτ, περνάω κάτω από κτ, συγκεντρώνω κάτω από Χ πόντους, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, καταπιέζω, αναισθητοποιώ, υποκύπτω, τραβάω κτ μέσα, παίρνω κτ μέσα, ναρκώνω, κοιμίζω, καλύπτω με χιόνι, είμαι πνιγμένος μέχρι το λαιμό, ηττώμαι, αντέχω υπό, τελώ υπό αξιολόγηση, τελώ υπό έλεγχο, καλύπτομαι από εγγύηση, βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο, έχω ότι εντύπωση ότι/πως, καλύπτομαι από εγγύηση, λυγίζω υπό την πίεση, λούζω με βρισιές, κατηγοριοποιούμαι, δέχομαι πυρά για κτ, ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες, ξεκαθαρίζω, αντίποδες, οδήγηση υπό την επήρεια του αλκοόλ, χώνομαι, κρύβομαι, βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ, οδήγηση υπό την επήρεια, πέφτω κάτω από, πέφτω κάτω από κτ, βγαίνω στο σφυρί, εγχειρίζομαι, έχω επιτύχει κτ, νευριασμένος,αγανακτησμένος, έχω κτ από κάτω, έχω υπό στενή παρακολούθηση, κρατάω κτ κρυφό, έχω, που είναι κάτω από τη γη, στον τάφο, ένορκη δήλωση, ύποπτος, -, που του έχουν κάνει μάγια, υπό εξέταση, στο προκείμενο, υπό εξέταση, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, ετοιμοπόλεμος, υπό κράτηση, γίνομαι στόχος επίθεσης, γίνομαι στόχος κριτικής, υπό στενή παρακολούθηση, υπό στενή παρακολούθηση, αναγκαστικά, καταναγκαστικά, υπό εξέταση, υπό κατασκευή, υπό έλεγχο, υπό την κάλυψη, στο σκοτάδι, υπό κράτηση, υπό συζήτηση, με συνοδεία, υπό συνοδεία, δέχομαι κριτική, υπό κράτηση, στην φυλακή, φυλακισμένος, κρατούμενος, κλειδωμένος, σε καμία περίπτωση, -, αναγκαστικά, καταναγκαστικά, άσχημα, κακός, υπό την απειλή κυρώσεων, υπό πίεση, σφραγισμένος, υφυπουργός, σε πολιορκία, υπό επιτήρηση, υπό επίβλεψη, υπό παρακολούθηση, υπό παρακολούθηση, ύποπτος, υπό την αιγίδα του κπ/κτ, υπό την αιγίδα του, υπό τον έλεγχο του/της, υπό την καθοδήγηση του/της, υπό αυτές τις συνθήκες, κάτω από αυτές τις συνθήκες, υπό τον μανδύα του, κάτω από το τραπέζι, κάτω από το τραπέζι, υπό το βλέµµα του, υπό την επιρροή, υπό την επήρεια, σύμφωνα με το νόμο, υπό την καθοδήγηση κάποιου, υπό την προστασία, υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης under

κάτω

preposition (beneath)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The mechanic is working under the car.
Ο μηχανικός εργάζεται κάτω από το αυτοκίνητο.

κάτω

preposition (below the surface of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The rock made a big splash and disappeared under the water.
Η πέτρα έκανε ένα μεγάλο παφλασμό και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό.

υπό

preposition (of lower rank)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The general respects the people under him.
Ο στρατηγός σέβεται όσους είναι κάτω από αυτόν.

κάτω

preposition (less than)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The car costs under ten thousand.
Το αυτοκίνητο κοστίζει κάτω από δέκα χιλιάδες.

κάτω από

preposition (behind)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Experts detected a simple drawing under the painting.
Οι ειδικοί ανακάλυψαν ένα απλό σκίτσο κάτω από τη ζωγραφιά.

υπό-

adjective (prefix (lacking)

That car is under-powered.

κάτω

adjective (on a lower level)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The under shelf is sagging from the weight of the books.

κατώτερος

adjective (dated (class: subordinate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is an under official, with little authority.

χαμηλός

adjective (lower in amount, degree)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The under dosage resulted in continued fever.

ναρκωμένος

adjective (informal (unconscious as result of anesthesia)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
While she was under, they removed her tonsils.

στον βυθό

adverb (down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's go under and hunt for shells.

από κάτω

adverb (beneath)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The carpet belongs under, and the furniture on top of it.

υπό

preposition (while subject to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Things improved under the reign of the queen.

υπό

preposition (subject to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The product is still under warranty.
Το προϊόν είναι ακόμα υπό εγγύηση.

-

preposition (receiving care from) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My mother is under a new doctor now and says he's much more attentive.
Η μητέρα μου έχει καινούριο γιατρό τώρα και λέει πως την προσέχει πολύ περισσότερο.

-

preposition (for classification) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
What should I file these receipts under?
Σε ποια κατηγορία να αρχειοθετήσω αυτές τις αποδείξεις;

σύμφωνα με, με βάση

preposition (according to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Under current rules, you have lots of power.

υπό

preposition (because of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Under these circumstances we are content.

υπό την καθοδήγηση, υπό την εποπτεία

preposition (taking instruction from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He studied under a master teacher.

υποκύπτω, ενδίδω

phrasal verb, intransitive (informal (give in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I finally buckled under and quit the organization.
Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση.

χώνομαι κάτω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (crawl beneath)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the thunder started, the dog crept under the bed and stayed there until it stopped.

εμπίπτω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (be categorized within)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπίπτω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (come within control, jurisdiction of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crime of desertion falls under the jurisdiction of the military justice system.

περνάω κάτω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (go underneath [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dog dug a hole to get under the fence.
Το σκυλί έσκαψε μια τρύπα για να περάσει κάτω από τον φράχτη.

περνάω κάτω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (reach underneath [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It was raining and the damp got under the car bonnet.

συγκεντρώνω κάτω από Χ πόντους

phrasal verb, transitive, inseparable (achieve lower score)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No matter how much I practice golf, I can't get under 85.
Όσο και να εξασκούμαι στο γκολφ, δεν μπορώ να συγκεντρώσω κάτω από 85 πόντους.

χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω

phrasal verb, intransitive (figurative (business: go into liquidation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
GM did go under, despite their claims.

καταπιέζω

phrasal verb, transitive, separable (keep under oppression)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναισθητοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (keep under anesthesia) (πρώτη φορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκύπτω

phrasal verb, intransitive (acquiesce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραβάω κτ μέσα, παίρνω κτ μέσα

phrasal verb, transitive, separable (tide: drag beneath the water)

The strong tide pulled the young girl under and she drowned.

ναρκώνω, κοιμίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (anaesthetize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Local anesthetics don't work on me, so the dentist has to put me under.

καλύπτω με χιόνι

phrasal verb, transitive, separable (cover with snow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι πνιγμένος μέχρι το λαιμό

phrasal verb, transitive, separable (usually passive (overwhelm with work, etc) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηττώμαι

phrasal verb, transitive, separable (usually passive (sports: defeat completely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The points Jackson made kept his team from being snowed under.

αντέχω υπό

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: scrutiny, etc.)

τελώ υπό αξιολόγηση, τελώ υπό έλεγχο

verbal expression (be tested or assessed)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The new plan is under evaluation for its cost effectiveness.

καλύπτομαι από εγγύηση

verbal expression (be covered by a warranty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I didn't have to pay for repairs because the washing machine was still under guarantee.

βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο

verbal expression (be examined or reconsidered)

The proposed changes to the law are still under review.
Οι προτεινόμενες αλλαγές του νόμου εξετάζονται ακόμη.

έχω ότι εντύπωση ότι/πως

verbal expression (with clause: believing, sensing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύπτομαι από εγγύηση

verbal expression (be covered by a written guarantee)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My computer worked great as long as it was under warranty; then it died a month after the warranty expired.

λυγίζω υπό την πίεση

verbal expression (figurative (give in to stress) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λούζω με βρισιές

verbal expression (figurative (repeatedly insult [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can call me every name under the sun, but it doesn't change the situation one bit.

κατηγοριοποιούμαι

verbal expression (be categorized, grouped within)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This report comes under the heading of "Finance", so it can be filed in that folder.

δέχομαι πυρά για κτ

verbal expression (figurative (be criticized harshly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες

verbal expression (US, figurative (complete accumulated tasks) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once I've dug out from under this backlog of paperwork, you and I will celebrate by going out to lunch.

ξεκαθαρίζω

verbal expression (clear accumulated disorder, dirt) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They had to dig their boat out from under the mud left by the flood.

αντίποδες

adverb (informal (in, to Australia, New Zealand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm moving to start a new life down under.
Μετακομίζω για να ξεκινήσω μια νέα ζωή στους αντίποδες.

οδήγηση υπό την επήρεια του αλκοόλ

noun (operating a vehicle while drunk)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χώνομαι, κρύβομαι

(dive, hide) (κάτω από κάτι, πίσω από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To avoid saying hello, he ducked under a desk.
Για να αποφύγει να χαιρετήσει, χώθηκε (or: κρύφτηκε) κάτω από ένα γραφείο.

βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ

(plunge into water)

Ryan ducked under the water and resurfaced a few seconds later.

οδήγηση υπό την επήρεια

noun (US, uncountable, written, initialism (driving under the influence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In this state, driving under the influence is punishable by up to a year in jail.

πέφτω κάτω από

(drop, tumble beneath)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω κάτω από κτ

(figure: go lower than) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viewing figures went under 10 million after the lead actor left the show.

βγαίνω στο σφυρί

verbal expression (figurative (be offered for sale at auction) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The building, which dates back to the 1870s, is to go under the hammer later this month.

εγχειρίζομαι

verbal expression (informal (have surgery)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She is going under the knife on Tuesday.

έχω επιτύχει κτ

verbal expression (figurative, informal (have achieved, acquired [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Evie's got three college degrees under her belt.

νευριασμένος,αγανακτησμένος

adjective (slang, figurative (angry, agitated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He got very hot under the collar when I politely suggested he might be mistaken.

έχω κτ από κάτω

(keep [sth] beneath [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω υπό στενή παρακολούθηση

verbal expression (monitor [sth], [sb] constantly) (κάποιον/κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω κτ κρυφό

verbal expression (figurative, informal (not reveal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company is keeping the latest model under wraps until the official launch.

έχω

(used in expressions (mistakenly believe) (άποψη, πεποίθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company is labouring under the illusion that it can take shortcuts to get the results it wants.

που είναι κάτω από τη γη

adjective (dead and buried) (μεταφορικά: νεκρός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στον τάφο

adverb (in one's grave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ένορκη δήλωση

noun ([sth] sworn to be true)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you make a false statement under oath, you can be charged with perjury.

ύποπτος

adverb (suspected of guilt, mistrusted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was under a cloud of suspicion.

-

adverb (in a trance) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The wicked witch put the princess under a spell.
Η κακιά μάγισσα έκανε μάγια στην πριγκίπισσα.

που του έχουν κάνει μάγια

adjective (entranced, enchanted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everyone who heard him speak fell under the spell of his rhetoric. I've been under her spell ever since I kissed her that first time.

υπό εξέταση

adverb (being deliberated)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Thank you for submitting your resume for the job position; your credentials are under active consideration.

στο προκείμενο, υπό εξέταση

adverb (US (into consideration)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hope he will take the new information under advisement.

λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα

adverb (less than 60 minutes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It takes under an hour to fly from Seville to Madrid.

ετοιμοπόλεμος

adverb (ready for armed combat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπό κράτηση

adjective (taken into police custody)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι στόχος επίθεσης

adverb (subjected to physical aggression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They became aware that the castle was under attack.

γίνομαι στόχος κριτικής

adverb (figurative (subjected to criticism)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His critique of the policy is under attack from the conservatives.

υπό στενή παρακολούθηση

adverb (being watched intently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The government kept the official under close surveillance.

υπό στενή παρακολούθηση

adjective (watched intently)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναγκαστικά, καταναγκαστικά

adverb (as an obligation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Confessions obtained under compulsion are illegal.

υπό εξέταση

adverb (being deliberated)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A new road is under consideration to reduce congestion. Your suggestions are currently under consideration.

υπό κατασκευή

adverb (currently being built)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The new hospital is currently under construction. The website is under construction.

υπό έλεγχο

adverb (being managed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Don't worry, I've got everything under control here at the office.

υπό την κάλυψη

expression (concealed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Under cover of legitimate businesses, the Mob continued its illegal activities.

στο σκοτάδι

expression (by night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The burglar entered by the window under cover of darkness.

υπό κράτηση

adverb (in custody)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπό συζήτηση

adverb (subject: being debated)

με συνοδεία, υπό συνοδεία

adverb (with armed accompaniment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δέχομαι κριτική

verbal expression (figurative (be criticized harshly)

υπό κράτηση, στην φυλακή

adverb (to or in prison)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This type of deviant behaviour will get you put under lock and key.

φυλακισμένος, κρατούμενος

adjective (person: in prison)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's under lock and key after he committed that robbery last year.

κλειδωμένος

adjective (thing: locked away)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I want you to stop overspending so I put your credit card under lock and key.

σε καμία περίπτωση

adverb (not for any reason)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Under no circumstances should Johnny eat sweets today.

-

adverb (having sworn to tell the truth) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I was put under oath before I took the stand. Lying under oath is a form of perjury.
Με όρκισαν πριν ανέβω το εδώλιο του μάρτυρα. Το να πεις ψέματα ενώ έχεις ορκιστεί είναι μια μορφή ψευδορκίας.

αναγκαστικά, καταναγκαστικά

adverb (compulsorily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If we sign the treaty, we are under obligation to reduce pollution by 10% in 10 years.

άσχημα

adjective (informal (unwell)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alicia had the flu and was feeling under par.

κακός

adjective (informal (inferior, not up to standard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm disappointed in your work: this project is really under par.

υπό την απειλή κυρώσεων

expression (formal (risking punishment by)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We declare under penalty of perjury that these statements are correct.

υπό πίεση

adverb (subjected to coercion)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was under pressure to make a decision so he finally said "yes.".

σφραγισμένος

adverb (legal: off public record)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υφυπουργός

noun (UK (UK government official)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σε πολιορκία

adverb (being surrounded and attacked)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The city was under siege for months before its people finally surrendered.

υπό επιτήρηση, υπό επίβλεψη

adverb (being watched or monitored)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

υπό παρακολούθηση

adverb (under close observation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The police had the gang under surveillance for several weeks. We're keeping those two men under surveillance.
Η αστυνομία είχε την συμμορία υπό παρακολούθηση για αρκετές εβδομάδες. Έχουμε αυτούς τους δύο άντρες υπό παρακολούθηση.

υπό παρακολούθηση

adjective (being closely observed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The building was under surveillance for a long time.

ύποπτος

adverb (suspected of a crime)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The police are watching the house. I'm under suspicion of murder.

υπό την αιγίδα του κπ/κτ

expression (guided or protected by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This child is now under the aegis of the court.

υπό την αιγίδα του

preposition (being guided, protected by)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπό τον έλεγχο του/της

expression (being guided by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπό την καθοδήγηση του/της

expression (within the control of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπό αυτές τις συνθήκες, κάτω από αυτές τις συνθήκες

adverb (in view of the situation)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Under the circumstances, we have no other choice but to expel John from school.

υπό τον μανδύα του

expression (being protected by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The candidate accused her opponent of pursuing his own interests under the cloak of patriotism.
Ο υποψήφιος κατηγόρησε τον αντίπαλό του ότι προώθησε τα δικά του συμφέροντα υπό τον μανδύα του πατριωτισμού.

κάτω από το τραπέζι

adjective (figurative (secret, illegal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alan had done an under-the-counter deal to obtain a supply of contraband cigarettes.

κάτω από το τραπέζι

adverb (figurative (secretly, illegally) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was being paid under the counter so she avoided paying taxes.

υπό το βλέµµα του

preposition (observed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Under the eyes of his tutor, James became the smartest kid in his school.

υπό την επιρροή

adjective (affected or controlled)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Under the influence of communist rhetoric, Peter refused to consider the positive aspects of capitalism.

υπό την επήρεια

adjective (intoxicated)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He got pulled over by the police because he was driving while under the influence.

σύμφωνα με το νόμο

adverb (from a legal point of view)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

υπό την καθοδήγηση κάποιου

adverb (with [sb]'s management or guidance) (καθοδήγηση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

υπό την προστασία

preposition (being guided or supported by)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια

adverb (outdoors, in the open air)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love sleeping outside under the stars.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του under στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του under

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.