Τι σημαίνει το understanding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης understanding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του understanding στο Αγγλικά.

Η λέξη understanding στο Αγγλικά σημαίνει που δείχνει κατανόηση, που δείχνει κατανόηση, κατανόηση, γνώση, αντίληψη, συμφωνία, αντίληψη, σχέση, κατανόηση, κατανόηση, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοώ, ξέρω, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, πιστεύω, θεωρώ, θεωρώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, ακατανόητος, ακατανόητος, κατανόηση μέσω της γνώσης, συμφωνία, συνήθης ερμηνεία, κατανοώ, καταλαβαίνω, συμφωνώ, αμοιβαία κατανοήση, αυτοκατανόηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης understanding

που δείχνει κατανόηση, που δείχνει κατανόηση

adjective (sympathetic, compassionate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is so understanding with his employees.
Δείχνει μεγάλη κατανόηση στους υπαλλήλους του.

κατανόηση

adjective (tolerant, accepting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sorry for the delay, and thank you for being so understanding.
Συγγνώμη για την καθυστέρηση και ευχαριστούμε για την κατανόησή σας.

γνώση

noun (knowledge) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most people's understanding of other countries is limited.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν περιορισμένες γνώσεις για άλλες χώρες.

αντίληψη

noun (limit of knowledge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I might be wrong, but it is my understanding that they are no longer dating.
Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά η αντίληψή μου είναι ότι δεν είναι πια μαζί.

συμφωνία

noun (agreement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two nations reached an understanding on oil transport.
Τα δύο κράτη ήρθαν σε συφωνία όσον αφορά τη μεταφορά πετρελαίου.

αντίληψη

noun (perspective, interpretation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The communist had a different understanding of the world.

σχέση

noun (good relationship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We used to quarrel a lot, but now we have a really good understanding.
Τσακωνόμασταν πολύ αλλά τώρα τα πάμε πολύ καλά.

κατανόηση

noun (sympathy, compassion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She is a great therapist and has great understanding.

κατανόηση

noun (tolerance, acceptance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are closed until the end of January. Thank you for your understanding.

καταλαβαίνω

transitive verb (comprehend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you understand what I'm saying?
Αντιλαμβάνεσαι τι λέω;

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ

transitive verb (grasp the concept of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She doesn't understand algebra.
Δεν καταλαβαίνει την Άλγεβρα.

καταλαβαίνω, κατανοώ

transitive verb (interpret)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She can't understand the instructions.
Δεν μπορεί να καταλάβει τις οδηγίες.

κατανοώ, ξέρω, γνωρίζω

transitive verb (be conversant with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't fully understand the traffic laws, so I can't advise you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν σκαμπάζω τίποτα από μαγειρική, μη ρωτάς τη γνώμη μου!

αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω

transitive verb (be given the impression that) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I understand that the situation is grave.
Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι σοβαρή.

πιστεύω, θεωρώ

transitive verb (believe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I understand them to be very nice people.
Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι.

θεωρώ

transitive verb (assume to be agreed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We understand the contract to be valid.
Θεωρούμε ότι το συμβόλαιο είναι έγκυρο.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbal expression (infer) (ότι/πως κπ κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When my husband says the food I've cooked is "interesting," I understand him to mean he doesn't like it. I understood John to be in Fiji, but I had it completely wrong; he was in Venezuela.
Όταν ο άντρας μου λέει ότι το φαγητό που έφτιαξα είναι «ενδιαφέρον» καταλαβαίνω ότι εννοεί πως δεν του αρέσει.

καταλαβαίνω, κατανοώ

transitive verb (accept with tolerance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Although I don't agree with him, I understand his point of view.

καταλαβαίνω, συμπεραίνω

transitive verb (limit of knowledge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I understand that you hate her. Is this true?

ακατανόητος

adjective (incomprehensible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Why Janet stayed with her cheating husband is beyond all understanding.

ακατανόητος

adjective (impossible to comprehend)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quantum theory was beyond Simon's understanding. What she sees in him is beyond understanding!
Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει!

κατανόηση μέσω της γνώσης

noun (intellectual interpretation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνία

noun (mutual agreement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have reached a common understanding.

συνήθης ερμηνεία

noun (usual interpretation (of [sth])) (ενός όρου, μιας λέξης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The common understanding of the word "silent" is no noise whatsoever.

κατανοώ, καταλαβαίνω

verbal expression (learn about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After playing he began to gain an understanding of the game.

συμφωνώ

intransitive verb (have an informal agreement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My wife and I have an understanding: she does the cooking and I do the washing up.

αμοιβαία κατανοήση

noun (appreciation of one another's feelings)

We argued at first, but came to a mutual understanding eventually. We did not have a written contract, but we had a mutual understanding that she would pay me when the job was finished.
Μαλώσαμε αρχικά, αλλά κάποια στιγμή υπήρξε αμοιβαία κατανόηση.

αυτοκατανόηση

noun (ability to understand yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του understanding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του understanding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.