Τι σημαίνει το video στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης video στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του video στο Αγγλικά.

Η λέξη video στο Αγγλικά σημαίνει βίντεο, βίντεο κλιπ, βίντεο, κασέτα, βιντεοκασέτα, βίντεο, τραβάω κτ σε βίντεο, γράφω κτ στο βίντεο, ψηφιακή συσκευή καταγραφής, συσκευή DVR, βίντεο για κατ' οίκον χρήση, μουσικό βίντεο, βιντεοκάμερα, βίντεο κλιπ, τηλεδιάσκεψη, εικονοτηλεδιάσκεψη, υπεύθυνος επεξεργασίας βίντεο, υπεύθυνη επεξεργασίας βίντεο, πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο, ηλεκτρονικό παιχνίδι, βιβλιοθήκη τηλεοπτικού υλικού, οθόνη, βιντεοεπιτήρηση, βίντεο, βιντεοσκόπηση, κατάστημα με βιντεοταινίες, βίντεο-κλαμπ, χειριστήριο, βιντεοκασέτα, βιντεοταινία, βιντεοκασέτα, βιντεοκάμερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης video

βίντεο

noun (film recording)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Robert took a video of his baby's first steps.
Ο Ρόμπερτ τράβηξε βίντεο τα πρώτα βήματα του παιδιού του.

βίντεο κλιπ

noun (pop music: promotional film)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The video to this song is really great.
Το βίντεο κλιπ αυτού του τραγουδιού είναι υπέροχο.

βίντεο

noun (informal, dated (movie on videocassette) (συνήθως ερασιτεχνικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The family decided to watch a video after dinner.
Η οικογένεια αποφάσισε να δει μια ταινία στο βίντεο μετά το δείπνο.

κασέτα, βιντεοκασέτα

noun (informal, dated (videocassette)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Helen pressed eject and the video popped out of the recorder.
Η Χέλεν πάτησε το κουμπί και η βιντεοκασέτα (or: κασέτα) βγήκε από τη βιντεοκάμερα.

βίντεο

noun (UK, informal, dated (video recorder)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I think there's something wrong with the video; I can't get it to play anything.
Νομίζω ότι κάτι δεν πάει καλά με το βίντεο. Δεν καταφέρνω να το κάνω να παίξει τίποτα.

τραβάω κτ σε βίντεο

transitive verb (film on a camcorder)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura videoed her kids' school play.
Η Λώρα τράβηξε σε βίντεο τη σχολική παράσταση των παιδιών της.

γράφω κτ στο βίντεο

transitive verb (record to video cassette) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim was going out, so he videoed his favourite show to watch later.
Ο Τιμ θα θα έβγαινε κι έτσι έγραψε στο βίντεο την αγαπημένη του εκπομπή για να τη δει αργότερα.

ψηφιακή συσκευή καταγραφής

noun (appliance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συσκευή DVR

noun (initialism (digital video recorder)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βίντεο για κατ' οίκον χρήση

noun (video recorded for home use)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μουσικό βίντεο

noun (promotional clip to accompany a song)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Delphine was thrilled by Muse's new music video.

βιντεοκάμερα

noun (dated (small movie recorder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The latest video cameras come with noise reduction, built-in speakers, and touch-screen control.

βίντεο κλιπ

noun (short videotape extract)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηλεδιάσκεψη, εικονοτηλεδιάσκεψη

noun (long-distance meeting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπεύθυνος επεξεργασίας βίντεο, υπεύθυνη επεξεργασίας βίντεο

noun (person: edits video)

πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο

noun (software: edits video)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλεκτρονικό παιχνίδι

noun (electronic game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My son loves to sit in front of the TV and play video games with his friends.
Ο γιος μου τρελαίνεται να κάθεται μπροστά από την τηλεόραση και να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια με τους φίλους του.

βιβλιοθήκη τηλεοπτικού υλικού

noun (video and dvd lending service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like to watch films that I borrow from the video library.

οθόνη

noun (display screen, cctv screen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shopkeeper could watch all his customers' activities on a video monitor.

βιντεοεπιτήρηση

noun (closed-circuit TV surveillance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βίντεο

noun (VCR: videotape recorder) (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The picture quality on this video player isn't very good.

βιντεοσκόπηση

noun ([sth] filmed on videotape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάστημα με βιντεοταινίες

noun (dated, US (shop selling videocassettes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βίντεο-κλαμπ

noun (dated, US (place for renting videocassettes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm going to the video store to get a movie for tonight.

χειριστήριο

noun (joystick, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιντεοκασέτα

noun (tape for recording moving images)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιντεοταινία

noun (uncountable (film, audio medium)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
One of the disadvantages of videotape is that it can become stretched.

βιντεοκασέτα

noun (videocassette)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The videotape has got stuck in the player.

βιντεοκάμερα

noun (appliance that plays video cassettes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I put the cassette in the video tape recorder and sat back to watch the film.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του video στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του video

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.