Τι σημαίνει το tracking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tracking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tracking στο Αγγλικά.

Η λέξη tracking στο Αγγλικά σημαίνει παρακολούθηση, ευθυγράμμιση, ευθυγράμμιση, στίβος, γραμμές, ίχνη, ίχνη, κομμάτι, ακολουθώ τα ίχνη, κυνηγώ, καταδιώκω, παρακολουθώ, παρακολουθώ, διαδρομή, μονοπάτι, κανάλι, κομμάτι, κίνηση, τμήμα, ερπύστρια, μετατρόχιο, δρόμος, λογική, γραμμές, τρέξιμο, σημάδια, τρυπήματα, ταξιδεύω, γράφω, συντονίζομαι με κτ, τοποθετώ, κουβαλάω, αφήνω πατημασιές σε κτ, εντοπίζω, παρακολούθηση πορείας τυφώνα, παρακολούθηση παραγωγής, παρακολούθηση πωλήσεων, αριθμός αποστολής δέματος, κινηματογραφική λήψη κατά την οποία ο χειριστής της κάμερας ακολουθεί το άτομο, σταθμός ιχνηλάτησης, εργαλείο παρακολούθησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tracking

παρακολούθηση

noun (following)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police's tracking of the criminal was successful; they caught him.
Η παρακολούθηση του εγκληματία από την αστυνομία ήταν επιτυχημένη· τον συνέλαβαν.

ευθυγράμμιση

noun (car: wheel alignment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She adjusted the tracking on the car's front wheels.

ευθυγράμμιση

noun (video recorder: head alignment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think the tracking must be out; I can't get a good picture.

στίβος

noun (racing circuit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Are you going to the track on Saturday to see the race?
Θα πας στο στίβο το Σάββατο να δεις τον αγώνα;

γραμμές

noun (railway line)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The train tracks pass close to their house.
Οι γραμμές του τρένου περνάνε κοντά από το σπίτι τους.

ίχνη

plural noun (footprints)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
They came by this way - look, you can see their tracks.
Ήρθαν από εδώ - κοίτα, μπορείς να δεις τα ίχνη τους.

ίχνη

plural noun (imprints, marks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There were tyre tracks in the mud.
Υπήρχαν ίχνη από λάστιχα στη λάσπη.

κομμάτι

noun (piece of recorded music, song)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hit song was the third track on the CD.
Το επιτυχημένο τραγούδι ήταν το τρίτο κομμάτι στο cd.

ακολουθώ τα ίχνη

transitive verb (follow, hunt: an animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The natives can track an animal for miles.

κυνηγώ, καταδιώκω

transitive verb (figurative (hunt: person)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective had been tracking the criminal for months.

παρακολουθώ

transitive verb (monitor route of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you order from this website, you can track the shipment online.

παρακολουθώ

transitive verb (monitor the progress of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher tracked the student's progress.
Η δασκάλα παρακολουθούσε την πρόοδο του μαθητή.

διαδρομή

noun (route of a race)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The track of the bike race passed through the town.

μονοπάτι

noun (path)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a track through the woods to the lake.

κανάλι

noun (recording track on a cassette)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Years ago, people used to listen to eight track tapes.

κομμάτι

noun (one instrument on a song)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The producer mixed in the drum track with the guitar track.

κίνηση

noun (US (line of movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you are not sure of the dance steps, just follow my track.

τμήμα

noun (US (educational stream)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He is on the accelerated learning track at his school.
Παρακολουθεί το εντατικό τμήμα στο σχολείο του.

ερπύστρια

noun (caterpillar track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tank track came off in the explosion.

μετατρόχιο

noun (distance between wheels)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's the track between the wheels on this car?

δρόμος

noun (figurative, informal (course of action) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I think he is on the wrong track by trying to get a job in advertising.

λογική

noun (figurative (line of reasoning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I know it's difficult to understand, but do you follow my track?

γραμμές

noun (rail)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The rollercoaster's track twists and turns.

τρέξιμο

noun (sport: running)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He went out for track in college.

σημάδια, τρυπήματα

plural noun (slang (drug use: needle marks) (από χρήση ναρκωτικών)

You can tell by the tracks on the man's arms that he is a drug addict.

ταξιδεύω

intransitive verb (US (travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We tracked through the mountains of West Virginia.

γράφω

intransitive verb (US (cinema: camera movement) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The director shouted at everyone, while the cameraman kept tracking.

συντονίζομαι με κτ

intransitive verb (coordinate with other wheels)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This back wheel isn't tracking with the other three.
Ο οπίσθιος τροχός δεν συντονίζεται με τους υπόλοιπους τρεις.

τοποθετώ

transitive verb (US (education: stream)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was tracked into the accelerated learning programme.

κουβαλάω

transitive verb (spread: mud) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Now you have tracked mud on the new carpet!

αφήνω πατημασιές σε κτ

transitive verb (US (dirty: an area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look! You have tracked the whole house which I have just cleaned!

εντοπίζω

transitive verb (trace: phone calls, caller)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detectives were not able to track the caller.

παρακολούθηση πορείας τυφώνα

noun (mapping the path of a cyclone)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The news channel claimed to have the most accurate hurricane tracking system on the East Coast.

παρακολούθηση παραγωγής

noun (monitoring progress of output)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παρακολούθηση πωλήσεων

noun (monitoring quantities of goods sold)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριθμός αποστολής δέματος

noun (identification number of a parcel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You can use the tracking number to find out when your parcel will be delivered.

κινηματογραφική λήψη κατά την οποία ο χειριστής της κάμερας ακολουθεί το άτομο

noun (movie industry)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σταθμός ιχνηλάτησης

noun (base used to trace object in atmosphere or space)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The tracking station has reported enemy aircraft in the area.

εργαλείο παρακολούθησης

noun ([sth] used to monitor [sth]'s progress)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tracking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tracking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.