Τι σημαίνει το view στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης view στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του view στο Αγγλικά.

Η λέξη view στο Αγγλικά σημαίνει θέα, άποψη, εξετάζω, θεωρώ, βλέπω, παρακολουθώ, θέα, οπτικό πεδίο, εξέταση, πρόθεση, επίσκεψη, βλέπω, βλέπω, θεωρώ, άποψη από ψηλά, άποψη από τον αέρα, οπίσθια όψη, εναέρια άποψη, κοντινό πλάνο, γενική παραδοχή, κοινή άποψη, διαστρεβλωμένη άποψη, διαστρεβλωμένη αντίληψη, παραμορφωμένη εικόνα, ανεπτυγμένη προβολή, οπτικό πεδίο, εμπρόσθια όψη, προβλέπω, κατά τη γνώμη μου, σε κοινή θέα, σε κοινή θέα, ορατός, υπόψη, ενόψει, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,, οριζόντιος προσανατολισμός, αντικειμενική άποψη, που εκτίθεται, προβολή σελίδας, πανοραμική θέα, συνολική εικόνα, pay per view, κάτοψη, άποψη, γνώμη, οπτική γωνία, πίσω όψη, καθρέφτης, γραφική θέα, θέα της θάλασσας, πλάγια όψη, πλευρική όψη, δε βλέπω με καλό μάτι κτ, θέα από ψηλά, θεωρώ, αριθμός προβολών, για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ, κοσμοθεωρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης view

θέα

noun (vista, panorama)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is an amazing view out the window.
Έχει καταπληκτική θέα από το παράθυρο.

άποψη

noun (opinion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is your view on the situation in Africa?
Τι άποψη έχεις για την κατάσταση στην Αφρική;

εξετάζω

transitive verb (inspect, survey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politicians viewed the disaster area.
Οι πολιτικοί εξέτασαν την περιοχή που έγινε η καταστροφή.

θεωρώ

transitive verb (consider, opinion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many people view tattoos negatively.
Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ.

βλέπω, παρακολουθώ

transitive verb (often passive (video, etc.: watch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A million people have viewed that clip of the talking cat.
Ένα εκατομμύριο άνθρωποι είδαν το βίντεο με τη γάτα που μιλούσε.

θέα

noun (individual look)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They stopped at a high place for a view of the city.
Σταμάτησαν σε σημείο με υψόμετρο, για να δουν τη θέα της πόλης.

οπτικό πεδίο

noun (range of vision)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The city disappeared from view.

εξέταση

noun (examination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She picked the flower for a closer view.

πρόθεση

noun (intention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He left with the view to returning shortly.

επίσκεψη

noun (unique view of video file)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That Youtube video has 10,000 views.

βλέπω

transitive verb (regard in some way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I view that idea with suspicion.

βλέπω

transitive verb (potential buyer: inspect a house)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before we bought this house, we viewed five others.

θεωρώ

(regard in some way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government viewed the latest scandal as a disaster.
Η κυβέρνηση θεώρησε καταστροφή το τελευταίο σκάνδαλο.

άποψη από ψηλά, άποψη από τον αέρα

noun ([sth] as seen from above)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οπίσθια όψη

noun ([sth] as seen from behind)

εναέρια άποψη

noun (view from above)

I got a bird's-eye view of the Atlantic as my plane flew over it.

κοντινό πλάνο

noun ([sth] seen from very near)

γενική παραδοχή, κοινή άποψη

noun (common opinion)

The consensus view of top scientists is that global warming is increasing.

διαστρεβλωμένη άποψη, διαστρεβλωμένη αντίληψη

noun (figurative (perception: unrealistic)

His privileged background left him with a distorted view of poverty.

παραμορφωμένη εικόνα

noun (appearance: deformed, twisted)

The tilted position of the camera provides a deliberately distorted view of the building.

ανεπτυγμένη προβολή

(technical image)

οπτικό πεδίο

(optics)

εμπρόσθια όψη

noun ([sth] as seen face-on)

προβλέπω

verbal expression (visualize, envisage [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bill has in view two types of sanctions.

κατά τη γνώμη μου

expression (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε κοινή θέα

expression (overtly, in the open)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The deer stood in plain view in the field in front of us.

σε κοινή θέα

adverb (openly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They were kissing in public view at the station and didn't care if anyone saw them.

ορατός

expression (able to be seen)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The castle is in view on top of the hill.

υπόψη

expression (being considered, as an aim)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The expansion of the company is in view.

ενόψει

expression (considering)

In view of your actions, you'll have to leave.
Δεδομένων των πράξεών σου, θα πρέπει να φύγεις.

λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,

expression (given that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In view of the fact that it's raining hard, we are going to cancel the game.

οριζόντιος προσανατολισμός

noun (document: horizontal format)

To fit the whole picture on the page you'll have to select the landscape view.

αντικειμενική άποψη

noun (impartial opinion, perspective)

People go before a judge because they want an objective point of view.

που εκτίθεται

adjective (on display)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The exhibits on view at the gallery represent a period of history that many have little knowledge of.

προβολή σελίδας

noun (number of times web page viewed)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πανοραμική θέα

noun (wide vista or landscape) (ελεύθερη οπτική)

The image is a panoramic view of the whole world as seen from space.

συνολική εικόνα

noun (figurative (broad perspective on [sth]) (μεταφορικά)

pay per view

adjective (TV)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κάτοψη

(drawing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άποψη, γνώμη

noun (opinion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's my own point of view; you may well disagree with me!
Αυτή είναι η δική μου άποψη· μπορείς ελεύθερα να διαφωνήσεις μαζί μου!

οπτική γωνία

noun (angle from which [sth] is seen)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There are too many tall people in front of me; I need to move to get a better point of view.
Είναι πάρα πολλά ψηλά άτομα μπροστά μου· πρέπει να μετακινηθώ για να έχω καλύτερη οπτική γωνία.

πίσω όψη

noun ([sth] as seen from behind)

From the front, the house was charming, but the rear view was hideous.

καθρέφτης

noun (vehicle: mirror showing view behind) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Good drivers regularly check their rearview mirrors to see what's happening behind them.

γραφική θέα

noun (picturesque landscape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a magnificent scenic view from the top of the mountain.

θέα της θάλασσας

noun (view over the ocean)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλάγια όψη, πλευρική όψη

noun (lateral aspect, [sth] seen from sideways on)

δε βλέπω με καλό μάτι κτ

verbal expression (figurative (disapprove) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her parents took a dim view of her choice of boyfriends.

θέα από ψηλά

noun ([sth] seen from above)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θεωρώ

transitive verb (consider to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I view your shortcomings as a challenge.

αριθμός προβολών

noun (times viewed online)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ

expression (so as to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I worked hard with a view to applying to a good university.

κοσμοθεωρία

noun (outlook, mindset)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His worldview's much more optimistic than mine.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του view στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του view

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.