Τι σημαίνει το camera στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης camera στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του camera στο Αγγλικά.
Η λέξη camera στο Αγγλικά σημαίνει φωτογραφική μηχανή, κάμερα, βιντεοκάμερα, κάμερα, γραφείο δικαστή, φωτογραφική μηχανή, κάμερα, γωνία λήψης, θήκη για κάμερα, φιλμ, οπερατέρ, ντροπαλός με την κάμερα, κρυφή κάμερα, κάμερα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, κρυφή κάμερα, κεκλεισμένων των θυρών, κεκλεισμένων των θυρών, κινηματογραφική μηχανή λήψης, κινηματογραφική μηχανή λήψης, φορητή κάμερα, στην κάμερα, στην κάμερα, κάμερα ασφαλείας, κάμερα της τροχαίας, κάμερα ταχύτητας, τηλεοπτική κάμερα, υποβρύχια φωτογραφική μηχανή, βιντεοκάμερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης camera
φωτογραφική μηχανήnoun (photographic device) (συσκευή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She brought her camera to take some photos. Έφερε τη φωτογραφική της μηχανή για να βγάλει μερικές φωτογραφίες. |
κάμερα, βιντεοκάμεραnoun (video camera) (συσκευή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They bought a camera to film the baby's first steps. Έφεραν την κάμερα (or: βιντεοκάμερα) για να μαγνητοσκοπήσουν τα πρώτα βήματα του μωρού. |
κάμεραnoun (TV: broadcasting camera) (τηλεόραση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The newsreader talked to camera. Ο παρουσιαστής μίλησε στην κάμερα. |
γραφείο δικαστήnoun (judge's chamber) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φωτογραφική μηχανή, κάμεραnoun (simple box-shaped camera) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The invention of the box camera meant that everyone could be a photographer. |
γωνία λήψηςnoun (position: filming, photographing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That photographer uses awkward camera angles, taking pictures from the ground. |
θήκη για κάμεραnoun (protective bag for a camera) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When traveling, I store extra cash in my camera case. |
φιλμnoun (for analog photos) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Now that photography is digital, camera film is practically an antique. |
οπερατέρnoun (person: cinematographer) We still need two more camera operators. |
ντροπαλός με την κάμεραadjective (unwillingly photographed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρυφή κάμερα(small camera) |
κάμερα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασηςnoun (abbreviation (closed-circuit television camera) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ψηφιακή φωτογραφική μηχανήnoun (for taking photos) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I used my digital camera to record my friend's speech. |
κρυφή κάμεραnoun (concealed video camera) A hidden camera caught the baby sitter abusing the child. |
κεκλεισμένων των θυρώνadverb (law: in judge's chamber) (επίσημο, λόγιος, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would like to talk to both lawyers in camera. |
κεκλεισμένων των θυρώνadverb (formal (in private) (επίσημο, λόγιος, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The secret meeting took place in camera. |
κινηματογραφική μηχανή λήψηςnoun (movie camera) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κινηματογραφική μηχανή λήψηςnoun (motion-picture camera) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lawrence of Arabia was filmed using the larger 35mm format movie camera. |
φορητή κάμεραnoun (handheld camcorder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Movie cameras for amateurs being sold now are exclusively in digital format. |
στην κάμεραadjective (filmed, recorded on video) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην κάμεραadverb (while being filmed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάμερα ασφαλείαςnoun (closed-circuit TV camera) (σε δημόσιους χώρους) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The thief was caught on a security camera stealing a bottle of wine. |
κάμερα της τροχαίας, κάμερα ταχύτηταςnoun (device that detects speeding traffic) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τηλεοπτική κάμεραnoun (device that films moving images for tv) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I didn't really enjoy the live recording because there was a television camera in my way. |
υποβρύχια φωτογραφική μηχανήnoun (for underwater photography) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Amy uses an underwater camera to take pictures when she goes deep-sea diving. |
βιντεοκάμεραnoun (dated (small movie recorder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The latest video cameras come with noise reduction, built-in speakers, and touch-screen control. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του camera στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του camera
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.