Τι σημαίνει το voting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης voting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voting στο Αγγλικά.
Η λέξη voting στο Αγγλικά σημαίνει ψηφοφορία, για την ψηφοφορία, της ψηφοφορίας, ψηφίζω, ψήφος, ψηφίζω, ψήφοι, η φήψος, αποτέλεσμα ψηφοφορίας, δικαιώμα ψήφου, ψηφίζω, ψηφίζω, θεωρώ, εκλέγω, που δεν ψηφίζει, πολλαπλή ψήφος, παραβάν, ψήφος με εξουσιοδότηση, εκλογική ενηλικιότητα, παραβάν, σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφου, δικαίωμα ψήφου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης voting
ψηφοφορίαnoun (casting of votes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Voting in the general election starts at 7 am on Sunday. Η ψηφοφορία στις βουλευτικές εκλογές ξεκινά στις 7 το πρωί της Κυριακής. |
για την ψηφοφορία, της ψηφοφορίαςadjective (used for voting) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The new voting machines have touchscreens. Τα νέα μηχανήματα για την ψηφοφορία έχουν οθόνες αφής. |
ψηφίζωintransitive verb (elections) (εκλογές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I am going to vote tomorrow. Αύριο θα πάω να ψηφίσω. |
ψήφοςnoun (preference) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I cast my vote for the sitting president. Η ψήφος μου πάει στον τρέχοντα πρόεδρο. |
ψηφίζωintransitive verb (express a choice) (εκφράζω προτίμηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We should vote to decide who cooks tonight. Να ψηφίσουμε ποιος θα μαγειρέψει απόψε. |
ψήφοιnoun (total votes cast) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Her party won a large portion of the vote. Το κόμμα της κέρδισε ένα μεγάλο μέρος των ψήφων. |
η φήψοςnoun (group of voters) (με άρθρο: σύνολο ψήφων) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Smith won the working-class vote. Ο Σμιθ κέρδισε την ψήφο της εργατικής τάξης. |
αποτέλεσμα ψηφοφορίαςnoun (figurative (election result) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The vote won't be in until ten o'clock. |
δικαιώμα ψήφουnoun (right to vote) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Women didn't get the vote until the twentieth century in the USA. |
ψηφίζωintransitive verb (figurative (make a choice) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) With regard to the bachelorette party, what do you vote? Las Vegas or Atlantic City? |
ψηφίζωintransitive verb (legislate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parliament is due to vote at four o'clock. |
θεωρώtransitive verb (to declare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Their new teacher was quickly voted a bore by the class. Ο νέος δάσκαλος θεωρήθηκε βαρετός πολύ γρήγορα. |
εκλέγωtransitive verb (vote in: elect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They voted a woman into the presidency. |
που δεν ψηφίζειadjective (who does not cast a vote) (ίσως από επιλογή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολλαπλή ψήφοςnoun (historical (right to vote more than once) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παραβάνnoun (UK (for voting) (εκλογικού κέντρου) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The man gave me a ballot paper and I entered the polling booth. |
ψήφος με εξουσιοδότησηnoun (voting on behalf of [sb] else) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Shareholders who are unable to attend the General Meeting may make use of proxy voting. |
εκλογική ενηλικιότηταnoun (age when you become eligible to vote) |
παραβάνnoun (polling kiosk) (εκλογικού κέντρου) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Take your ballot to the voting booth. |
σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίαςnoun (electronic vote-counting system) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρχείο ψήφου, ιστορικό ψήφουnoun ([sb]'s history of ballot choices) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικαίωμα ψήφουnoun (legal right to vote) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του voting
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.