Τι σημαίνει το count στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης count στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του count στο Αγγλικά.

Η λέξη count στο Αγγλικά σημαίνει μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, αριθμός, μέτρημα, κατηγορία, καταμέτρηση, κόμης, μετράω, μετρώ, μετράω, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, βάζω, έχω, μετρώ αντίστροφα, μετρώ αντίστροφα, μετρώ αντίστροφα, βάζω μέσα, βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, θεωρώ κτ δεδομένο, αποκλείω, δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνω, διανέμω, προσμετρώμαι σε κτ, βασίζομαι σε, γενική εξέταση αίματος, αριθμός των νεκρών, γενική αίματος, μετράω εις βάρος, κάνω δίαιτα, είμαι μέσα, μη με υπολογίζεις, μετρήσιμο ουσιαστικό, μετράω προβατάκια, μετράω ως το, μετράω έως το, μετράω μέχρι το τρία, καταγραφή αριθμού ατόμων, καταγραφή αριθμού ατόμων, χαμηλός αριθμός των κυττάρων του αίματος, ασήμαντος, ανάξιος, με το τρία, αναίσθητος, που κοιμάται, ξαναμετρώ, επανακαταμέτρηση, μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο, πυκνότητα νήματος, αριθμός προβολών, αριθμός λέξεων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης count

μετράω, μετρώ

intransitive verb (recite numbers)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children are learning to count.
Τα παιδιά μαθαίνουν να μετράνε.

μετράω, μετρώ

transitive verb (enumerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She counted the candies.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι αρχαιολόγοι καταμέτρησαν τα ευρήματα και τα κατέγραψαν.

μετράω, μετρώ

(add, total)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher counted up the scripts she had collected at the end of the exam.
Η δασκάλα μέτρησε τα γραπτά που συγκέντρωσε στο τέλος του διαγωνίσματος.

μετράω, μετρώ

(add, total)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tour guide counted up the tourists as they got back on the bus.
Η ξεναγός μέτρησε τους τουρίστες όταν γύρισαν στο λεωφορείο.

αριθμός

noun (sum total)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Are you done? What's the total count? All the patients showed an increase in their white cell counts.

μέτρημα

noun (boxing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was down for the count.

κατηγορία

noun (law: crime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was charged for 3 counts of assault.

καταμέτρηση

noun (voting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The counts are in and the Democrats have won.

κόμης

noun (nobleman)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don Juan was the Count of Barcelona.

μετράω, μετρώ

intransitive verb (have importance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Does my work experience count?

μετράω

intransitive verb (be worth)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your honesty counts a lot to me.

υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω

transitive verb (include)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's an eight-hour drive, not counting any stops.

βάζω, έχω

transitive verb (consider) (καθομ: κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I count you among my best friends.
Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους.

μετρώ αντίστροφα

(figurative (prepare for, anticipate [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As soon as one birthday is over, Tommy starts counting down to the next one.
Μόλις περάσουν τα γενέθλιά του, ο Τόμι αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τα επόμενα.

μετρώ αντίστροφα

phrasal verb, intransitive (count back to zero) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετρώ αντίστροφα

phrasal verb, transitive, inseparable (count backwards to event)

It was almost midnight on New Year's Eve; the crowd in Times Square was counting down the seconds.

βάζω μέσα

phrasal verb, transitive, separable (informal (include) (ανεπ, καθομ: συνυπολογίζω)

βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (trust, rely on)

I included Sheila in the team because I know I can count on her.
Συμπεριέλαβα τη Σίλα στην ομάδα, επειδή ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω της.

βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (trust, rely on) (ότι/πως θα κάνει κτ)

You can count on her to be on time.
Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα της.

θεωρώ κτ δεδομένο

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (expect, be confident of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The fans were counting on victory today after the Manchester United's recent successes.
Μετά τις πρόσφατες επιτυχίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οι οπαδοί θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη σήμερα.

αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (informal (exclude) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm busy on Saturday so you can count me out of the football game.

δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (exclude)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διανέμω

phrasal verb, transitive, separable (distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He counted out the ten euros he owed me in one euro coins.

προσμετρώμαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (contribute to total)

Holly's German class doesn't count toward graduation credits; she's simply taking the class for fun.

βασίζομαι σε

phrasal verb, transitive, inseparable (depend on, rely on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I should like to thank you for your help, and assure you that you may count upon my support at any time.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας και να σας διαβεβαιώσω ότι μπορείτε να βασιστείτε στην υποστήριξή μου οποιαδήποτε στιγμή.

γενική εξέταση αίματος

noun (number of cells in [sb]'s blood)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αριθμός των νεκρών

noun (number of fatalities)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After the earthquake, the body count rose to the thousands.

γενική αίματος

noun (medicine: diagnostic blood test)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μετράω εις βάρος

(be detrimental)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His criminal record will count against him when he starts applying for jobs.
Το ποινικό μητρώο του θα μετρήσει εναντίον του όταν ξεκινήσει να κάνει αιτήσεις για δουλειά.

κάνω δίαιτα

(be on weight-loss diet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι μέσα

interjection (informal (include me) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'd love to go camping with you. Count me in!

μη με υπολογίζεις

interjection (informal (exclude me) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Count me out! There's no way I can afford to eat there.
Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί.

μετρήσιμο ουσιαστικό

noun (noun that is countable)

μετράω προβατάκια

verbal expression (try to fall asleep) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the best ways to fall asleep is to count sheep.
Ο καλύτερος τρόπος για να κοιμηθείς είναι να μετράς προβατάκια.

μετράω ως το, μετράω έως το

verbal expression (recite numbers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can count up to ten in Chinese.

μετράω μέχρι το τρία

adverb (while counting to 3)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abigail paused for a count of three before telling her husband why she was angry.

καταγραφή αριθμού ατόμων

noun (tally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teacher did a quick head count before dividing the class into two groups.

καταγραφή αριθμού ατόμων

noun (number of people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμηλός αριθμός των κυττάρων του αίματος

noun (low number of cells in [sb]'s blood)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A low blood count may indicate that you have anaemia.

ασήμαντος

adjective (US, informal (of little worth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανάξιος

noun (US, informal (worthless person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με το τρία

adverb (after counting to 3)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The race will start on the count of three.

αναίσθητος

adjective (boxer: unconscious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που κοιμάται

adjective (informal, figurative (asleep)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's out for the count.

ξαναμετρώ

transitive verb (count again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ballots were recounted but the result was the same.
Έγινε επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτιών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

επανακαταμέτρηση

noun (counting again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Opposition candidates are demanding a recount.
Οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης απαιτούν επανακαταμέτρηση.

μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο

intransitive verb (recite numbers by twos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυκνότητα νήματος

noun (thread density of a woven fabric)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Expensive sheets and pillowcases usually have a very high thread count.

αριθμός προβολών

noun (times viewed online)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αριθμός λέξεων

noun (number of words in a text)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Write the word count at the end of your essay.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του count στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του count

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.