Τι σημαίνει το access point στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης access point στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του access point στο Αγγλικά.

Η λέξη access point στο Αγγλικά σημαίνει πρόσβαση, είσοδος, πρόσβαση, πρόσβαση, αποκτώ πρόσβαση σε, μπαίνω, έλεγχος πρόσβασης, παράδρομος, δρόμος προσπέλασης, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, άμεση πρόσβαση, άμεση πρόσβαση, πρόσβαση ατόμων με αναπηρία, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης, μνήμη, είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου, πρόσβαση για αναπηρικά αμαξίδια, ασύρματη σύνδεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης access point

πρόσβαση

noun (permission to enter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you have access to the computer room?
Έχεις πρόσβαση στο δωμάτιο με τους υπολογιστές;

είσοδος

noun (entrance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rear access to the bar was locked.
Η είσοδος από το πίσω μέρος του μπαρ ήταν κλειδωμένη.

πρόσβαση

noun (ability to be approached)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Access to the President was controlled by his chief-of-staff.
Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου έλεγχε ποια άτομα είχαν πρόσβαση στον Πρόεδρο.

πρόσβαση

noun (computers: permission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let me know if you don't have access to that file, and I'll reset the permissions.
Ενημέρωσέ με εάν δεν έχεις πρόσβαση στο αρχείο για να αλλάξω τα δικαιώματά του.

αποκτώ πρόσβαση σε

transitive verb (gain access to: information) (τώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you access that file or is it blocked?
Μπορείς να μπεις (or: εισέλθεις) σε εκείνο το αρχείο ή είναι μπλοκαρισμένο;

μπαίνω

transitive verb (reach, get into: a place)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In order to access the computer room, students have to use a special swipe card.
Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιούν μια ειδική κάρτα για να έχουν πρόσβαση στην αίθουσα των υπολογιστών.

έλεγχος πρόσβασης

noun (computing: login system) (πληροφορική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράδρομος

noun (US (slip road on a motorway)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The access road to the highway is actually a very long on-ramp.

δρόμος προσπέλασης

noun (UK (special, express route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A vehicle has broken down on the access road, causing long traffic delays.

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

(not allow to enter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was denied access to the President's suite because I looked suspicious.

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

(not allow to see, obtain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was denied access to my bank records because I had forgotten my password.

άμεση πρόσβαση

noun (to [sb]: without intermediary) (σε κάποιον: χωρίς μεσάζοντα)

She has direct access to the prime minister.
Έχει άμεση πρόσβαση στον πρωθυπουργό.

άμεση πρόσβαση

noun (to [sth]: without intervening places) (σε κάτι)

A gate at the end of the garden gives direct access to the beach.

πρόσβαση ατόμων με αναπηρία

noun (entry for wheelchair users)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My church has finally installed both an elevator and a ramp to provide disabled access.

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

verbal expression (get permission to go to a place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

verbal expression (be allowed to access information, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης

plural noun (way in or out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The only means of access to the farm is the dirt track.

μνήμη

noun (computing: storage space) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My first computer only had 16 kilobytes, but nowadays personal computers have 1 gigabyte or more of random access memory.

είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου

noun (entry to a traffic route)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Road access to the airport is closed due to flooding.

πρόσβαση για αναπηρικά αμαξίδια

noun (facilities permitting entry by wheelchairs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασύρματη σύνδεση

noun (computing: connection without cables) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Does the hotel have wireless access?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του access point στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του access point

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.