Τι σημαίνει το above στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης above στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του above στο Αγγλικά.
Η λέξη above στο Αγγλικά σημαίνει πάνω από, επάνω από, απάνω από, πάνω από, πιο ψηλά από, πάνω από, σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείο, πάνω, πάνω από, παραπάνω, πάνω, επάνω, παραπάνω, πίσω, άνω, στον ουρανό, παραπάνω, πάνω, επάνω, τα παραπάνω, πάνω από, περισσότερο από, πιο πολύ από, πάνω από, είμαι υπεράνω, δεν καταλαβαίνω κτ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, υψώνομαι πάνω από κπ/κτ, μια κλάση πάνω, ανώτερος, πάνω από όλα, πάνω από όλα, πάνω απ' όλα, υπέρ το δέον, υπερβάλλων ζήλος, άνω του μετρίου, πάνω από το έδαφος, υπέργειος, πάνω από τον μέσο όρο, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, υπεράνω κάθε υποψίας, υπεράνω του νόμου, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, μαζικός, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, -, προαναφερθείς, προαναφερθείς, νομότυπος, νόμιμος, νόμιμα, νομότυπα, προαναφερθείς, καλύπτω, περνάω, ξεπερνάω, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, ψηλά, πάνω από, τα βγάζω πέρα, πέρα από κτ, σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από, βλέπε παραπάνω, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης above
πάνω από, επάνω από, απάνω απόpreposition (over) She hung a picture above the fireplace. Κρέμασε τη φωτογραφία πάνω από το τζάκι. |
πάνω από, πιο ψηλά απόpreposition (rank: superior to) (ιεραρχία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A general ranks above a colonel. Ο στρατηγός είναι ανώτερος από τον συνταγματάρχη στην ιεραρχία. |
πάνω απόpreposition (quantity: greater than) The temperature in Rio de Janeiro goes above 40 degrees in the summer. Η θερμοκρασία στο Ρίο ντε Τζανέιρο ανεβαίνει πάνω από τους 40 βαθμούς το καλοκαίρι. |
σε ψηλότερη θέση, σε ψηλότερο σημείοadverb (in higher place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I keep non-fiction on the bottom shelf, and fiction on the one above. |
πάνωadverb (rank: superior) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) This measure affects middle managers and above. Οι αλλαγές αφορούν τη διοίκηση από τα μέσα στελέχη και πάνω. |
πάνω απόadverb (quantity: greater) This product should not be used at temperatures of thirty degrees and above. Αυτό το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θερμοκρασία πάνω από τριάντα βαθμούς. |
παραπάνωadverb (earlier in a text) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) This event is described in more detail above. Αυτό το γεγονός περιγράφεται παραπάνω με περισσότερες λεπτομέρειες. |
πάνω, επάνωadjective (place: higher) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Water was leaking from the floor above. Έσταζε νερό από το πάνω πάτωμα. |
παραπάνωadjective (aforementioned) The above examples demonstrate how common the problem is. Τα ανωτέρω παραδείγματα δείχνουν πόσο συχνό είναι το πρόβλημα. |
πίσωadverb (theater: upstage) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The scene is a family's living room, with a dining table above and armchairs below. |
άνωadverb (zoology: dorsal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sea trout: grey above with black dots on dorsal fin, silvery below. |
στον ουρανόadverb (figurative (in heaven) (μεταφορικά, ο Παράδεισος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) It was like a gift from the Lord above. |
παραπάνωadverb (earlier in text) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) This situation is more complex than stated above. |
πάνω, επάνωnoun (figurative (top of a hierarchy) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) These orders have come from above. Αυτές οι εντολές ήρθαν από τους πάνω (or: επάνω). |
τα παραπάνωnoun (preceding text) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Heavy snowfall overnight has left the road impassable. In light of the above, we have decided to close the office. |
πάνω απόpreposition (north of) Oregon is just above California. |
περισσότερο από, πιο πολύ απόpreposition (rather than) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I prefer ice cream above chocolate. |
πάνω απόpreposition (distinct from) I couldn't hear my phone above the noise in the restaurant. |
είμαι υπεράνωverbal expression (figurative (morally superior to) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) He's above lying about such things. |
δεν καταλαβαίνω κτverbal expression (figurative (too complex for) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All this talk of economics is above me. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be unaffected by) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prudence hoped she could rise above the petty gossip and narrow-minded behavior of those in the neighborhood. |
υψώνομαι πάνω από κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (be above) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μια κλάση πάνωpreposition (superior to) He is a cut above the rest. Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους. |
ανώτεροςexpression (informal (superior) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This restaurant is definitely a cut above; they have embroidered tablecloths. |
πάνω από όλαadverb (more than anything) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Above all, Louise wants to become a nurse. Η Λουίζ θέλει να γίνει νοσοκόμα πάνω από όλα. |
πάνω από όλαadverb (more than any other) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Peter is a clever, handsome and, above all, honest man. Ο Πίτερ είναι έξυπνος, όμορφος και πάνω από όλα τίμιος άντρας. |
πάνω απ' όλαadverb (most importantly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Above all else, the company must make a profit. |
υπέρ το δέονpreposition (figurative (more than expected) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She always goes above and beyond what is expected of her. Πάντα δίνει και με το παραπάνω αυτό που αναμένεται από αυτήν. |
υπερβάλλων ζήλοςexpression (more than required) (επιδεικνύω) He was honored for performing above and beyond the call of duty. |
άνω του μετρίουadjective (better than most) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You need to have an above-average IQ to answer these questions correctly. |
πάνω από το έδαφοςadverb (higher than ground level) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέργειοςadjective (higher than ground level) (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Our neighbors have an above-ground swimming pool. |
πάνω από τον μέσο όροadjective (better than average) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We tried a new restaurant tonight and thought the food was above par for the price. |
πάνω από την επιφάνεια της θάλασσαςexpression (higher than sea's surface) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεράνω κάθε υποψίαςadjective (not capable of wrongdoing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Some would say politicians are above suspicion. Others would vehemently argue the opposite. |
υπεράνω του νόμουadjective (not legally accountable) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Many politicians think that they are above the law, and should not be punished for any wrongdoing. |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούςadjective (figurative (of current expenses) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαζικόςadjective (figurative (advertising: in mass media) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούςexpression (figurative (of current expenses) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
-adverb (figurative (financially solvent) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) In this economy, many families have trouble staying above water after paying all of their monthly expenses. Μ' αυτή την οικονομική κατάσταση, πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα όταν εξοφλήσουν τις μηνιαίες δαπάνες τους. |
προαναφερθείςadjective (formal, written (named previously) (μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) |
προαναφερθείςadjective (stated before) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νομότυπος, νόμιμοςadjective (figurative (honest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He likes to keep his business dealings aboveboard. |
νόμιμα, νομότυπαadverb (figurative (honestly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Be assured, I always operate aboveboard. |
προαναφερθείςadjective (formal, written (cited previously) (μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) The above-mentioned changes will be in effect until the end of the month. |
καλύπτω(surpass) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melinda worked hard to get above the minimum academic requirements for university. Η Μελίντα δούλεψε σκληρά για να καλύψει τις ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. |
περνάω, ξεπερνάω(be over [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We should get above 5,000 feet before we make camp. Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε. |
είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτverbal expression (figurative (be vastly superior to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) George's essay was head and shoulders above those of the rest of the class. |
ψηλάadverb (way up in the air) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I've never actually seen the Grand Canyon up close, I've only seen it from high above in an airplane. |
πάνω απόpreposition (much higher than) (σε μεγάλο ύψος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα βγάζω πέραverbal expression (figurative (be financially stable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέρα από κτexpression (in addition to) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The athlete trains for 2 hours per day, and that's over and above his practice sessions with teammates. Ο αθλητής προπονείται 2 ώρες την ημέρα πέρα από την εξάσκηση που κάνει με τους συμπαίκτες του. |
σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από(be higher than) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dawn occurs when the sun rises above the horizon. |
βλέπε παραπάνωverbal expression (document: refers to earlier text) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδαexpression (slogan to encourage selfless cooperation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του above στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του above
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.