Τι σημαίνει το accident στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accident στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accident στο Αγγλικά.

Η λέξη accident στο Αγγλικά σημαίνει ατύχημα, ατύχημα, δυστύχημα, τύχη, τύχη, τμήμα επειγόντων περιστατικών, επιρρεπής σε ατυχήματα, απρόσεκτος, άτσαλος, κατά λάθος, από λάθος, αυτοκινητιστικό ατύχημα, Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών, περίεργο ατύχημα, μετά από ατύχημα, τροχαίο ατύχημα, τροχαίο ατύχημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accident

ατύχημα

noun (unplanned event resulting in harm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was an accident in the kitchen and some plates broke.
Είχαμε ένα ατύχημα στην κουζίνα και έσπασαν μερικά πιάτα.

ατύχημα, δυστύχημα

noun (vehicle: collision, crash)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The victims of the car accident are in hospital.
Τα θύματα του τροχαίου ατυχήματος είναι στο νοσοκομείο.

τύχη

noun ([sth] unintended, unforeseen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They met by accident.
Γνωρίστηκαν κατά τύχη.

τύχη

noun (uncountable (chance or fortune)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was pure accident that he happened to be on the same flight as me.

τμήμα επειγόντων περιστατικών

noun (UK (emergency room)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιρρεπής σε ατυχήματα, απρόσεκτος, άτσαλος

adjective (clumsy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We decided my brother was accident-prone when he had two broken arms, a cracked skull, and a torn ligament all in one year.

κατά λάθος, από λάθος

adverb (mistakenly, not intentionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I spilt some coffee on the carpet by accident.

αυτοκινητιστικό ατύχημα

noun (automobile crash)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The number of car accidents has fallen in Western Europe over the past 3 years.

Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών

noun (hospital: casualty department)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The ambulance took the injured man to the emergency room. The casualty department was filled with victims of the accident.

περίεργο ατύχημα

noun (accident: improbable)

He lost his big toe in a freak gardening accident.

μετά από ατύχημα

adjective (after an accident)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The patient was suffering from post-accident shock.

τροχαίο ατύχημα

noun (law: traffic collision)

Khalid was injured in a road accident.

τροχαίο ατύχημα

noun (vehicle collision)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accident στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του accident

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.