Τι σημαίνει το a little στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης a little στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a little στο Αγγλικά.
Η λέξη a little στο Αγγλικά σημαίνει λίγος, λίγο, λίγο, λιγάκι, λίγος, λίγο, λιγάκι, ελαφρώς, κάπως, λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα, λίγο πιο συχνά, ασήμαντος, αδιάφορος, για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο, κάνω μια κουβέντα, κάνω μια κουβεντούλα, σε λιγάκι, σε λίγο, σε λιγάκι, σε λίγο, πολύ, πολύ καλός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης a little
λίγοςadjective (small amount) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I just want a little salt on my potatoes. Θέλω μόνο λίγο αλάτι στις πατάτες μου. |
λίγοadverb (slightly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She was a little angry with me. The doctor says your blood pressure is a little high. Ο γιατρός λέει ότι η πίεση του αίματός σου είναι ελαφρώς ανεβασμένη. |
λίγο, λιγάκιnoun (short time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'll be there in a little. Θα είμαι εκεί σε λιγάκι. |
λίγοςnoun (a small amount) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chocolate? I'll just have a little. Σοκολάτα; Θα πάρω λίγη μόνο. |
λίγο, λιγάκιnoun (informal (small amount) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There wasn't enough salt in the soup so I added a little bit. Could I please have a little bit of cheese? Η σούπα δεν είχε αρκετό αλάτι, οπότε πρόσθεσα λιγάκι. Μπορώ να έχω λίγο τυρί παρακαλώ; |
ελαφρώς, κάπωςadverb (informal (slightly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm just a little bit dizzy. It was a little bit cheeky of me to ask … but I asked anyway. Είμαι ελαφρώς ζαλισμένος. Ήταν κάπως αγενές εκ μέρους μου να ρωτήσω... αλλά ρώτησα, όπως και να' χει. |
λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμαnoun (a small additional quantity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I already added salt to the potatoes, but I think they could use a little more. |
λίγο ακόμη, λίγο ακόμαadjective (slightly more) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) May I have a little more tea, please? |
για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμαadverb (for a short while longer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The girl asked her mother if she could continue playing outside a little more. |
λίγο πιο συχνάadverb (slightly more often) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You need to exercise a little more if you want to get fit. |
ασήμαντος, αδιάφοροςnoun (informal ([sth] trivial) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I know it's just a little thing, but I find the constant tapping of your foot annoying. Ξέρω ότι είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά με ενοχλεί το ότι χτυπάς συνεχώς το πόδι σου στο πάτωμα. |
για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγοadverb (for a short time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'll stay for a little while, if you don't mind. We'll have to wait for a little while before the train comes. Θα μείνω για λίγο εάν δε σε πειράζει. Θα πρέπει να περιμένουμε για λίγο πριν έρθει το τραίνο. |
κάνω μια κουβέντα, κάνω μια κουβεντούλαverbal expression (informal (discuss [sth] sensitive) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Young lady, I think it's time you and I had a little talk. Νεαρή μου, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να τα πούμε λιγάκι. |
σε λιγάκι, σε λίγοadverb (informal (soon) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Please set the table because dinner will be ready in a little bit. |
σε λιγάκι, σε λίγοadverb (soon) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Olivia said that she would be there in a little while. |
πολύadverb (a lot, a great deal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I was not a little upset by his remarks. |
πολύ καλόςadjective (US, informal (striking, outstanding) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Jackie was quite a little dancer when she was young. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a little στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του a little
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.