Τι σημαίνει το advertising στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης advertising στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του advertising στο Αγγλικά.

Η λέξη advertising στο Αγγλικά σημαίνει διαφήμιση, διαφήμιση, διαφημιστικό τμήμα, διαφημίζομαι, διαφημίζω, διαφημίζω, αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ, διαφημιστής, διαφημιστική εταιρία, διαφημιστική καμπάνια, υπεύθυνος διαφήμισης, διαφημιστής, διαφημιστικός χώρος, διαφημιστικός χώρος, διαφημίστρια, διαφημίστρια, καταχώρηση μικρών αγγελιών, παραπλανητική διαφήμιση, διαφήμιση στο διαδίκτυο, διαφήμιση μέσω διαδικτύου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης advertising

διαφήμιση

noun (showing ads) (δραστηριότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The advertising of prescription medications on television is controversial.
Η διαφήμιση θεραπευτικών αγωγών με συνταγή ιατρού στην τηλεόραση είναι αμφιλεγόμενη.

διαφήμιση

noun (job, profession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ursula's brother works in advertising.
Ο αδελφός της Ούρσουλας δουλεύει στον τομέα της διαφήμισης.

διαφημιστικό τμήμα

noun (department)

Advertising is hiring new managers.
Στο τμήμα διαφήμισης προσλαμβάνουν νέο διευθυντή.

διαφημίζομαι

intransitive verb (promote)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you want to attract customers, social media is a great way to advertise.

διαφημίζω

(solicit via advertisement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφημίζω

transitive verb (product: promote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Companies often use celebrities to advertise their products.

αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ

transitive verb (fact: make known)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vera did not advertise the fact that she was ill, so her death came as a shock to everyone.

διαφημιστής

noun (advertising man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαφημιστική εταιρία

noun (company: creates advertisements)

The company employed an advertising agency to produce some television commercials.

διαφημιστική καμπάνια

noun (marketing: promotion)

The company is planning an advertising campaign for the new product.

υπεύθυνος διαφήμισης

noun (employee)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διαφημιστής

noun (dated (male who works in advertising)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαφημιστικός χώρος

noun (in a publication)

διαφημιστικός χώρος

noun (on a wall, etc.)

διαφημίστρια

noun (dated (female who works in advertising)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαφημίστρια

noun (informal (female who works in advertising)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταχώρηση μικρών αγγελιών

noun (ads in newspapers, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Revenue from classified advertising used to fund newspapers, but now it's going online.

παραπλανητική διαφήμιση

noun (misleading marketing)

διαφήμιση στο διαδίκτυο, διαφήμιση μέσω διαδικτύου

noun (marketing via the world wide web)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του advertising στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του advertising

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.