Τι σημαίνει το copy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης copy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του copy στο Αγγλικά.

Η λέξη copy στο Αγγλικά σημαίνει αντιγράφω, βγάζω φωτοτυπία, βγάζω φωτοαντίγραφο, αντίγραφο, αντίτυπο, αντίγραφο, αντίγραφο, υλικό, είδηση, φωτοαντίγραφο, αντιγράφω, αντιγράφω, γράφω, αντίγραφο ασφαλείας, κρυφή κοινοποίηση, αντίγραφο με καρμπόν, ακριβές αντίγραφο, επικυρωμένο αντίγραφο, δωρεάν αντίτυπο, δωρεάν αντίγραφο, δωρεάν αντίγραφο, κάνω αντιγραφή κι επικόλληση, κάνω επιμέλεια, διορθώνω κείμενο, διορθωτής κειμένων, διορθώτρια κειμένων, φωτοτυπικό μηχάνημα, φωτοτυπικό χαρτί, κειμενογράφος, Λαμβάνεις;, έντυπη μορφή, έντυπος, έγγραφα, πρωτότυπο, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο, προσχέδιο, δείγμα, έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης copy

αντιγράφω

transitive verb (reproduce exactly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I copied the phone number to my notebook.
Αντέγραψα τον αριθμό τηλεφώνου στο σημειωματάριό μου.

βγάζω φωτοτυπία, βγάζω φωτοαντίγραφο

transitive verb (photocopy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I copied the forms before I mailed them.
Φωτοτύπησα τις φόρμες πριν τις ταχυδρομήσω.

αντίγραφο

noun (identical production)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I need five copies of your thesis by Friday.
Χρειάζομαι πέντε αντίγραφα της διατριβής σου ως την Παρασκευή.

αντίτυπο, αντίγραφο

noun (book: single edition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I own a signed copy of that book.
Έχω ένα υπογεγραμμένο αντίγραφο εκείνου του βιβλίου.

αντίγραφο

noun (secondary replica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They display a copy of the drawing, as the original could suffer light damage.

υλικό

noun (material to be printed) (κείμενο, φωτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The newspaper reporter gave his copy to the editor, who approved it for publication.

είδηση

noun (journalism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hurricanes make good copy.

φωτοαντίγραφο

noun (photocopy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are four copies of this document.

αντιγράφω

transitive verb (imitate in manner or looks)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tried to copy his friend's attitude and friendly manner.

αντιγράφω

transitive verb (transcribe from written original)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please copy the entire paragraph by hand.

γράφω

phrasal verb, transitive, separable (write [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντίγραφο ασφαλείας

noun (data: duplicate) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It's a good idea to make a backup copy of important documents.

κρυφή κοινοποίηση

(correspondence copy)

αντίγραφο με καρμπόν

noun (document: duplicate) (κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I am sending this letter to the client and will be sending a carbon copy to my boss for his information.

ακριβές αντίγραφο

noun (figurative ([sth], [sb] identical) (μεταφορικά)

Those cute little twin girls are carbon copies of each other.

επικυρωμένο αντίγραφο

noun (document: authenticated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I lost my birth certificate and only a certified copy was acceptable to the passport office. I can tell that this is a certified copy of the document because it has been notarized as such.
Έχασα το πιστοποιητικό γέννησής μου και μόνο ένα επικυρωμένο αντίγραφο ήταν αποδεκτό στην υπηρεσία έκδοσης διαβατηρίων. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αυτό είναι ένα επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου, επειδή έχει ελεγχθεί από συμβολαιογράφο.

δωρεάν αντίτυπο, δωρεάν αντίγραφο

noun (free sample or edition)

δωρεάν αντίγραφο

noun (book: free to reviewers) (βιβλίου)

The reviewer often sold his complimentary press copies to make some extra cash.

κάνω αντιγραφή κι επικόλληση

transitive verb (copy data and insert it elsewhere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's easy to copy and paste text to move it from one part of your document to another.

κάνω επιμέλεια

transitive verb (text: revise) (για κείμενο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διορθώνω κείμενο

intransitive verb (revise text)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διορθωτής κειμένων, διορθώτρια κειμένων

noun (person: corrects text)

φωτοτυπικό μηχάνημα

noun (photocopier)

φωτοτυπικό χαρτί

(special paper)

κειμενογράφος

noun (publicity material, etc.: writer) (διαφημίσεων)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The copywriter came up with some exciting blurb for the back of the book.

Λαμβάνεις;

expression (radio communication)

έντυπη μορφή

noun (physical copy of data)

Can you send me a hard copy of the data?

έντυπος

noun as adjective (data: physical form) (έγγραφο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We sell music in digital and hard-copy formats.

έγγραφα

plural noun (papers)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πρωτότυπο

noun (original of a document)

You left the master copy on the photocopier; you ought to look after it.

πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο

noun (artwork: not a replica or a fake) (όχι αντίγραφο)

πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο

noun (source from which reproductions are made)

υλικό αντίγραφο, έντυπο αντίγραφο

noun (paper copy: of a document, etc.)

προσχέδιο

noun (writing: early draft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My rough copy isn't too good, but I can always change it.

δείγμα

noun (book, document: specimen) (έγγραφο, βιβλίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή, έγγραφο σε ψηφιακή μορφή

noun (digital document)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του copy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του copy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.