Τι σημαίνει το corporate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corporate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corporate στο Αγγλικά.

Η λέξη corporate στο Αγγλικά σημαίνει εταιρικός, εταιρεία, επιχείρηση, επιχειρηματική τραπεζική, εταιρική τραπεζική, επιχειρηματική νοοτροπία, έσοδα εταιρείας, εισοδήματα εταιρείας, επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον, εταιρικής διακυβέρνηση, ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης, εταιρική ταυτότητα, ιεραρχία, εταιρικό δίκαιο, διευθυντής, διευθύντρια, εταιρική αγορά, εταιρική πελατεία, στέλεχος εταιρείας, ειδικές τιμές για εταιρείες, θέση στην εταιρεία, εταιρική κοινωνική ευθύνη, φορολογία εισοδήματος εταιρειών, διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων, επαγγελματικό ταξίδι, εταιρικός κόσμος, επιχειρηματικός κόσμος, κλίμακα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corporate

εταιρικός

adjective (of or for corporations)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The consultant firm assessed all the corporate assets.
Η εταιρία συμβούλων αξιολόγησε όλα τα εταιρικά περιουσιακά στοιχεία.

εταιρεία, επιχείρηση

(corporation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιχειρηματική τραπεζική, εταιρική τραπεζική

noun (commercial finance) (τραπεζική, οικονομικά)

επιχειρηματική νοοτροπία

(company philosophy)

έσοδα εταιρείας, εισοδήματα εταιρείας

plural noun (money earned by a company)

επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον

noun (business context)

εταιρικής διακυβέρνηση

noun (control of a company)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης

noun (company's past)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εταιρική ταυτότητα

noun (business brand)

They were trying to change their corporate identity by using a new logo and advertisements.

ιεραρχία

noun (figurative (hierarchy within a business) (ετερείας, επιχείρησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εταιρικό δίκαιο

noun (business or company law)

διευθυντής, διευθύντρια

noun (leader of a business organization)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Corporate managers are always looking for new ways to make money.

εταιρική αγορά, εταιρική πελατεία

noun (business customers) (επιχειρήσεις: πελατολόγιο)

This tablet computer is aimed at the corporate market.

στέλεχος εταιρείας

noun (voting member)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Corporate members are entitled to vote at annual general meetings.

ειδικές τιμές για εταιρείες

plural noun (business discount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They were going to charge me twice as much for the room because I forgot to ask for the corporate rates.

θέση στην εταιρεία

noun (job position in business)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εταιρική κοινωνική ευθύνη

noun (business: social good)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φορολογία εισοδήματος εταιρειών

noun (tax on business profits)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων

noun (business training)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματικό ταξίδι

noun (business trips)

εταιρικός κόσμος, επιχειρηματικός κόσμος

noun (realm of business)

κλίμακα

noun (figurative (corporate ladder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan started working as an intern and worked his way up the ladder over the next few decades.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corporate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του corporate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.