Τι σημαίνει το angle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης angle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του angle στο Αγγλικά.

Η λέξη angle στο Αγγλικά σημαίνει γωνία, οπτική γωνία, λυγίζω, κυνηγάω, κυνηγώ, γέρνω, σκοπιά, προσέγγιση, Άγγλος, οξεία γωνία, αγκύλη, γωνία προσβολής, διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγια, γωνία λήψης, μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης, μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης, λοξή γωνία, οξεία ή αμβλεία γωνία, αμβλεία γωνία, ορθή γωνία, ορθή γωνία, ορθογώνιος, υδατοστεγής δακτύλιος, ορθή γωνία, ευρεία γωνία, ευρυγώνιος, ευρυγώνιος, ευρυγώνιος φακός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης angle

γωνία

noun (corner, intersection of two lines)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lines meet at a sharp angle.
Οι γραμμές τέμνονται σε οξεία γωνία.

οπτική γωνία

noun (figurative (viewpoint) (μεταφορικά)

From John's angle, the plan did not seem like a good idea.
Από την οπτική γωνία του Τζον, το σχέδιο δεν φαινόταν να είναι καλή ιδέα.

λυγίζω

transitive verb (bend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please angle the pipe cleaner to shape it like a triangle.
Παρακαλώ λυγίστε το καθαριστικό του σωλήνα για να σχηματίσετε τρίγωνο.

κυνηγάω, κυνηγώ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (try to obtain indirectly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Angling for a raise, Darren worked overtime for several weeks in a row.
Ο Ντάρεν κυνηγούσε μια αύξηση και δούλευε υπερωρίες αρκετές εβδομάδες συνεχόμενα.

γέρνω

intransitive verb (slant, be at an angle) (στάση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dancer's torso angled forwards as her left leg angled up behind her.
Ο κορμός της χορεύτριας έγειρε μπροστά ενώ το αριστερό της πόδι σχημάτιζε γωνία στο πάνω μέρος πίσω της.

σκοπιά

noun (figurative (attempted approach) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Justin decided to approach the problem from a different angle.
Ο Τζάστιν αποφάσισε να προσεγγίσει το πρόβλημα από διαφορετική σκοπιά.

προσέγγιση

noun (figurative (approach, focus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actor liked the director's unique angle.
Στον ηθοποιό άρεσε η μοναδική προσέγγιση του σκηνοθέτη.

Άγγλος

noun (usually plural (Germanic settler in Britain) (όχι του Η.Β.)

The Angles settled in Britain after the withdrawal of the Roman army.

οξεία γωνία

noun (geometry (angle measuring up to 90 degrees) (γεωμετρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A right triangle has one right angle and two acute angles.

αγκύλη

noun (symbol: chevron)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Angle brackets are also used as greater-than and less-than symbols.

γωνία προσβολής

noun (plane: wing angle) (αεροδυναμική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Changing the angle of attack of a wing changes the lift it generates.

διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγια

adverb (diagonally, obliquely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He hung the picture up without a spirit level so it was at an angle.

γωνία λήψης

noun (position: filming, photographing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That photographer uses awkward camera angles, taking pictures from the ground.

μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης

noun (camera: low down)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The actor was filmed from a low angle which made him look very tall.

μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης

noun as adjective (shot: from low down)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The photographer used a low-angle shot to emphasize the model's height.

λοξή γωνία

noun (slant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οξεία ή αμβλεία γωνία

noun (geometry: acute or obtuse angle) (γεωμετρία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμβλεία γωνία

noun (geometry: angle between 90 and 180 degrees) (γεωμετρία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορθή γωνία

noun (right angle, 90-degree angle)

A rectangle has four perpendicular angles.

ορθή γωνία

noun (angle of 90 degrees)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The floor slopes – it doesn't form a right angle with the wall!

ορθογώνιος

adjective (at 90 degrees)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υδατοστεγής δακτύλιος

noun (nautical: watertight collar)

ορθή γωνία

noun (angle on either side of an intersection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευρεία γωνία

noun (broad view)

ευρυγώνιος

adjective (lens: giving wide view)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευρυγώνιος

adjective (employing wide-angle lens)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The photographer took a wide-angle shot.

ευρυγώνιος φακός

noun (photography: lens encompassing wide view)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του angle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του angle

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.