Τι σημαίνει το straight στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης straight στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του straight στο Αγγλικά.
Η λέξη straight στο Αγγλικά σημαίνει ευθύς, ίσιος, απευθείας, σε σειρά, ετεροφυλόφιλος, ίσιος, ειλικρινής, παραδοσιακός, ίσιος, συνεχόμενος, συνεπής, σκέτος, καθαρός, σοβαρός, απευθείας, κατευθείαν, απευθείας, στην ίδια κατεύθυνση, σωστά, ακριβώς, αμέσως, κατευθείαν, συνεχόμενα, ευθεία, ευθεία, σερί, συντηρητικός, ετεροφυλόφιλος, διορθώνω, διασαφηνίζω, τελική ευθεία, απόλυτα σωστός, ολόισιος, μπαίνω στον ίσιο δρόμο, συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθεία, εξακολουθώ, συνεχίζω, χτυπάω, κατευθύνομαι προς κτ, πηγαίνω ίσια πάνω σε κτ/κπ, τελική ευθεία, ευθέως, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μένω σοβαρός, ευυπόληπτα, ακριβώς απέναντι, ακριβώς απέναντι, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, ο δρόμος της αρετής, ευθύς, σταθερός, ίσιος, τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, αμέσως, άμεσα, σοβαρό πρόσωπο, απευθείας πτήση, κέντα-χρώμα, κέντα-φλος, ίσια μαλλιά, ίσια γραμμή, ευθεία γραμμή, ηθοποιός σε κωμικό δίδυμο, ετεροφυλόφιλος, άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά, ευθεία, στα ίσια, ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια, ευθύς, ντόμπρος, απευθείας, κατευθείαν, μέσα από, ευθεία προς τα πάνω, χωρίς πάγο, χωρίς πάγο, τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια, ειλικρινά, απόκρουση με τεντωμένο χέρι, αποκρούω με τεντωμένο χέρι, ευθεία αλυσίδα, ανέκφραστος, αμέσως, καθώς πρέπει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης straight
ευθύς, ίσιοςadjective (not curved) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Is this a straight line or does it curve? Είναι ευθεία αυτή η γραμμή ή κάνει καμπύλη; |
απευθείαςadjective (direct) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) This is a straight flight to New York, with no side trips or stops. Αυτή είναι η απευθείας πτήση στη Νέα Υόρκη, χωρίς αλλαγές ή στάσεις. |
σε σειράadjective (in order) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Give me a minute so I can get these papers straight. Δώσε μου ένα λεπτό να αυτά τα χαρτιά σε τάξη. |
ετεροφυλόφιλοςadjective (heterosexual) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Though he was straight, some people thought he was gay. Αν και ήταν στρέιτ, κάποιοι νόμιζαν ότι ήταν γκέι. |
ίσιοςadjective (hair: not curly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She has straight, shoulder-length hair. |
ειλικρινήςadjective (honest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I don't try to tell you what I think you want to hear, just the straight answers. |
παραδοσιακόςadjective (informal, figurative (conventional) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My parents are so straight - they'd be horrified if I got a tattoo! |
ίσιοςadjective (even) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Is this painting on the wall straight or is it leaning to the left? |
συνεχόμενοςadjective (consecutive) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The team celebrated their tenth straight win. |
συνεπήςadjective (consistent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We called him in to testify three times, and he always kept his story straight. |
σκέτοςadjective (unmixed, undiluted) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I drink my whisky straight, without any mixers. |
καθαρόςadjective (not using alcohol or drugs) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I used to have a problem with drugs, but I have now been straight for five years. |
σοβαρόςadjective (face, man: not comic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He said it with a straight face, so I don't think he was joking. |
απευθείαςadverb (at first hand) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Did you hear that straight from the source, or was it through somebody else? |
κατευθείαν, απευθείαςadverb (directly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He went straight to the shop, having heard that the jeans were on sale. |
στην ίδια κατεύθυνσηadverb (in the same direction) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) After we were told that we were going in the right direction, we continued straight. |
σωστάadverb (correctly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Do I have the story straight? Is that the way it goes? Έχω καταλάβει σωστά την ιστορία; Έτσι έγιναν τα πράγματα; |
ακριβώςadverb (on target) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The missile flew straight to its target. |
αμέσως, κατευθείανadverb (right, immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) After hearing the decision, he went straight to his boss to talk about it. |
συνεχόμεναadverb (informal (consecutively) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I haven't eaten for three days straight. |
ευθείαnoun (US (straight line) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You need to draw a curved line here, and then two straights. |
ευθείαnoun (part of a racecourse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The horses finished the curve and headed into the final straight. |
σερίnoun (sports: series) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The home team is in the middle of a seven-game straight. |
συντηρητικόςnoun (slang, dated (conservative person) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My mother will not approve of my new piercing - she is such a straight! |
ετεροφυλόφιλοςnoun (informal (heterosexual) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) My gay friend prefers to hang out with straights. |
διορθώνω, διασαφηνίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (correct, clarify [sth] for) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I used to think that NY was the capital of America until my friend Paul set me straight (and told me it was Washington) |
τελική ευθείαnoun (part of a racecourse, track) (κυριολεκτικά) |
απόλυτα σωστόςadjective (slang (totally correct) (απάντηση) How did you know that answer? You are dead right! You were dead right about that guy; he is a total creep! |
ολόισιοςadjective (without any curve) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lisa's hair is dead straight, and she wishes it were curly. |
μπαίνω στον ίσιο δρόμο(slang (stop committing crimes) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After coming out of prison, Alan was determined to go straight. |
συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθείαverbal expression (continue ahead) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Go straight on till you reach the next lights, then turn left. |
εξακολουθώ, συνεχίζωverbal expression (informal (continue to do [sth]) (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jill decided to go straight on doing what she loved to do. |
χτυπάωverbal expression (make drunk) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That glass of wine has gone straight to my head! Το ένα ποτήρι κρασί που ήπια με έχει χτυπήσει! |
κατευθύνομαι προς κτverbal expression (person: go directly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bianca grabbed her coat and headed straight for the exit. |
πηγαίνω ίσια πάνω σε κτ/κπverbal expression (vehicle: move towards) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν είδε το αυτοκίνητο να κινείται κατά πάνω του, ο Κώστας άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. |
τελική ευθείαnoun (final stages of race or journey) As they approached the home stretch, the two runners engaged in a thrilling race to the finish line. |
ευθέωςadverb (directly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I walked home in a straight line, avoiding all the pubs I usually stop at. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (poker hand) |
μένω σοβαρόςverbal expression (informal (look serious, avoid smiling) (έκφραση προσώπου) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I couldn't keep a straight face when she said she was a virgin. It was difficult to keep a straight face when I played that prank on my coworkers. |
ευυπόληπταexpression (figurative (in a respectable way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matt has always lived his life on the straight and narrow; he's never even gotten a parking ticket! |
ακριβώς απέναντιadverb (directly opposite) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Straight across from the bank is the diner I like to eat lunch at. |
ακριβώς απέναντιpreposition (right over) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I ran straight across the street to visit my neighbor. |
ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσιαadverb (directly in front) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She looked straight ahead in order to avoid eye contact with him. |
ο δρόμος της αρετήςnoun (figurative (virtuous conduct) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευθύς, σταθερός, ίσιοςadjective (informal (direct, unwavering) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His concentration was straight as an arrow. |
τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπροςadjective (slang (honest, not criminal) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμέσως, άμεσαadverb (immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σοβαρό πρόσωποnoun (unsmiling expression) |
απευθείας πτήσηnoun (direct to destination) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κέντα-χρώμα, κέντα-φλοςnoun (poker: run of five cards) (πόκερ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ίσια μαλλιάnoun (hair which has no curl) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Most Amerindians have dark straight hair. Οι περισσότεροι αυτόχθονες Αμερικανοί έχουν ίσια σκούρα μαλλιά. |
ίσια γραμμή, ευθεία γραμμήnoun (long mark with no curves) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I can't draw a straight line without using a guide. The shortest distance between two points is a straight line. Μπορώ να ζωγραφίσω μια ευθεία γραμμή χωρίς να χρησιμοποιήσω οδηγό. Η πιο σύντομη απόσταση μεταξύ δύο σημείων είναι μια ευθεία γραμμή. |
ηθοποιός σε κωμικό δίδυμοnoun (comedy partner: foil) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ετεροφυλόφιλοςnoun (heterosexual male) |
άμεσα, αμέσως, αμέσως μετάadverb (informal (immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'll mail that package straight off to make sure it gets there on time. |
ευθείαadverb (directly ahead) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Just go straight on - the church is on the left. |
στα ίσιαadverb (informal (without hesitating) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The minute we met, the guy asked me straight out if I had a boyfriend. Αμέσως μόλις συναντηθήκαμε, ο τύπος με ρώτησε στα ίσια εάν είχα φίλο. |
ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσιαadverb (in plain speaking) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My boss told me straight out that I wasn't suited to the job. |
ευθύς, ντόμπροςnoun (figurative, informal (forthright person) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απευθείας, κατευθείανadverb (directly, without stopping) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I wanted to stop and see the sights, but he insisted on driving straight through. |
μέσα από(directly through the middle of) He drove straight through our town and didn't even stop to visit. |
ευθεία προς τα πάνωadverb (directly upwards) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If you look straight up in the August night sky, you should see the constellation Orion. The firework shot straight up in the air and exploded in a blaze of sparks. Εάν κοιτάξεις ευθεία προς τα πάνω στον νυχτερινό αυγουστιάτικο ουρανό θα πρέπει να βλέπεις τον αστερισμό του Ωρίωνα. |
χωρίς πάγοadjective (slang (alcohol: no ice or water) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This is a straight-up drink made with tequila. |
χωρίς πάγοadverb (slang (alcohol: without ice or water) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This cocktail is served straight up. |
τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπροςadjective (slang (honest, trustworthy) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That preacher's as straight up as they come. Αυτός ο ιεροκήρυκας είναι όσο πιο τίμιος γίνεται. |
ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια, ειλικρινάadverb (slang (honestly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tell me straight up, does this dress make me look fat? Πες μου ευθέως εάν αυτό το φόρεμα με κάνει να φαίνομαι χοντρή; |
απόκρουση με τεντωμένο χέριnoun (sports: fending-off move) (αθλητισμός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αποκρούω με τεντωμένο χέριtransitive verb (sport: fend off with stiff arm) (αθλητισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευθεία αλυσίδαnoun (chemistry: unbranched chain of organic molecules) (χημεία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανέκφραστοςadjective (showing no emotion) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμέσωςadverb (immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Come home straightaway after work and we'll eat early. Έλα στο σπίτι αμέσως μετά τη δουλειά και θα φάμε νωρίς. |
καθώς πρέπειadjective (prim, proper) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του straight στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του straight
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.