Τι σημαίνει το pitch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pitch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pitch στο Αγγλικά.

Η λέξη pitch στο Αγγλικά σημαίνει τόνος, γήπεδο, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, τσιμπώ κτ, σκαμπανέβασμα, ποίημα, πίσσα, ρίψη, κλίση, βήμα, ρητίνη, κλυδωνίζομαι, στήνω, ρυθμίζω τον τόνο, πλασάρω, ρίχνω, τινάζομαι προς τα εμπρός, συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω, τσοντάρω, επιτίθεμαι λεκτικά, αποφασίζω, επιλέγω, διαλέγω, φέρνω σε παροξυσμό, ελκυστική εισαγωγική ομιλία, πυρετός, γήπεδο ποδοσφαίρου, υψηλός τόνος, μεγάλη ένταση, χαμηλό τονικό ύψος, απόλυτη ακοή, είδος γκολφ σε μικρογραφία γηπέδου, πίσσα σκοτάδι, το μαύρο σκοτάδι, διαπασών, δίκρανο, γήπεδο ράγκμπυ, πώληση, διαφήμιση, με πιάνει κρίση, παθαίνω κρίση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pitch

τόνος

noun (sound: tone)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pitch of a siren is usually sharp.
Ο τόνος της σειρήνας είναι, συνήθως, διαπεραστικός.

γήπεδο

noun (sports field)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Soccer is played on a grass pitch.
Το ποδόσφαιρο παίζεται σε γήπεδο με γρασίδι.

ρίχνω

transitive verb (baseball: throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To pitch a ball in baseball is to throw it at the batter.

πετάω, ρίχνω

transitive verb (throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devon pitched the ball right over the plate.
Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα.

είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ

intransitive verb (baseball: throw the ball)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Luke used to pitch, but he's switched to first base recently.

τσιμπώ κτ

(informal (try to get) (μεταφορικά, προφορικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The agency pitched for the client's business.
Το πρακτορείο υπέβαλλε προσφορά για την εταιρεία του πελάτη.

σκαμπανέβασμα

noun (heave) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ship's sudden pitch knocked Leo off his feet.
Το ξαφνικό σκαμπανέβασμα του πλοίου έριξε τον Λίο κάτω.

ποίημα

noun (informal (sales speech) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We listened to the salesman's pitch, but didn't buy anything.
Ακούσαμε το ποίημα του πωλητή, αλλά δεν αγοράσαμε τίποτα.

πίσσα

noun (tar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need another load of pitch to finish this road.
Χρειαζόμαστε άλλο ένα φορτίο πίσσα για να τελειώσουμε τον δρόμο.

ρίψη

noun (baseball: throw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In baseball, a batter can face up to three pitches in each innings.

κλίση

noun (slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That roof has a very steep pitch, don't you think?

βήμα

noun (propeller: angle) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The angles a propeller's blades present to the water or the air is their pitch.

ρητίνη

noun (resin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Burgundy pitch is the resin of certain pine trees.

κλυδωνίζομαι

intransitive verb (ship: tilt, tip)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A large wave caused the boat to pitch.

στήνω

transitive verb (erect: a tent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The campers decided to pitch their tent near the stream.

ρυθμίζω τον τόνο

transitive verb (sound: adjust)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lower you pitch your voice, the more serious you sound.

πλασάρω

transitive verb (slang (attempt to sell) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manufacturers usually pitch their product at specific markets.
Οι παραγωγοί συνήθως πλασάρουν το προϊόν τους σε συγκεκριμένες αγορές.

ρίχνω

transitive verb (toss, throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gale pitched him off his feet.

τινάζομαι προς τα εμπρός

phrasal verb, intransitive (lurch or tip towards the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The passengers all pitched forward when the bus braked very suddenly.

συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (participate, join in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone pitched in to help prepare the meal.
Όλοι βοήθησαν να ετοιμαστεί το φαγητό.

τσοντάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (contribute) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If we all pitch in $5, we'll have enough money.
Αν βάλουμε όλοι από 5 δολάρια, θα μαζευτούν αρκετά χρήματα.

επιτίθεμαι λεκτικά

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (attack verbally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vince pitched into Ed, accusing him of lying.

αποφασίζω, επιλέγω, διαλέγω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (decide on, choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The couple eventually pitched on a date for their wedding.

φέρνω σε παροξυσμό

verbal expression (informal (make frenzied)

The crowd were brought to fever pitch when the band walked onto the stage.

ελκυστική εισαγωγική ομιλία

noun (US, informal (short sales talk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυρετός

noun (much excitement) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γήπεδο ποδοσφαίρου

noun (ground where soccer is played)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The football pitch was waterlogged so the match had to be postponed. The ship is as long as four football pitches.
Το γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν γεμάτο νερό και έτσι ο αγώνας έπρεπε να αναβληθεί. Το πλοίο είναι τόσο μακρύ όσο τέσσερα γήπεδα ποδοσφαίρου.

υψηλός τόνος

noun (music: high-scale frequency) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A dog whistle sounds at such a high pitch, that humans can't hear it -- but dogs can.

μεγάλη ένταση

noun (figurative (great intensity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The excitement reached a high pitch when the home team scored a goal.

χαμηλό τονικό ύψος

noun (music: deep or bass frequency) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tony sang the song in a low pitch.

απόλυτη ακοή

noun (ability to identify a musical note) (μουσική αντίληψη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My brother had perfect pitch as a child but as an adult, it went down or up by a third.

είδος γκολφ σε μικρογραφία γηπέδου

noun (golf on miniature course)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dan and I played a game of pitch and putt.

πίσσα σκοτάδι

adjective (totally dark)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There was no moon and the night was pitch black.

το μαύρο σκοτάδι

noun (total darkness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He walks this road every night, in the pitch dark!

διαπασών

noun (often plural (instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can use pitch pipes to tune a guitar.

δίκρανο

noun (fork for lifting hay)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer used a pitchfork to lift the haystacks.

γήπεδο ράγκμπυ

noun (playing field marked out for rugby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A standard rugby pitch is larger than a standard football pitch.

πώληση, διαφήμιση

noun (promotional talk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He gave such a convincing sales pitch that I bought the car without hesitating.

με πιάνει κρίση

verbal expression (figurative, slang (get angry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παθαίνω κρίση

verbal expression (figurative, slang (child: have a tantrum) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The child throws a fit when he doesn't like his food.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pitch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pitch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.