Τι σημαίνει το annual στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης annual στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του annual στο Αγγλικά.
Η λέξη annual στο Αγγλικά σημαίνει ετήσιος, μονοετής, ετήσια έκδοση, μονοετές φυτό, ετήσιος, Ετήσια Γενική Συνέλευση, δεδουλευμένα έτους, ετήσιος ισολογισμός, ετήσια γενική συνέλευση, ετήσια άδεια, ετήσια άδεια, ετήσιο ποσοστό, ετήσια αναφορά, ετήσια απόδοση, ετήσιος κύκλος εργασιών, δακτύλιος, εξαμηνιαίος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης annual
ετήσιοςadjective (occurring every year) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The club will hold its annual meeting next week. Η λέσχη θα διοργανώσει την ετήσια συνεδρίασή της την επόμενη εβδομάδα. |
μονοετήςadjective (plant: living one year only) (φυτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The annual flowers are over here, and the perennial types are on the far table. Τα μονοετή άνθη είναι εδώ πέρα και τα αειθαλή στο εκεί τραπέζι. |
ετήσια έκδοσηnoun (book published yearly) Richard wrote an article for last year's annual. Ο Ρίτσαρντ έγραψε ένα άρθρο για την ετήσια έκδοση του περασμένου χρόνου. |
μονοετές φυτόnoun (plant) Marigolds are annuals, so we'll have to plant them again next spring. Ο ταγέτης είναι μονοετές φυτό, επομένως πρέπει να τον ξαναφυτεύσουμε την επόμενη άνοιξη. |
ετήσιοςadjective (for a year) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Considering his lack of experience, Jim's annual salary is high. |
Ετήσια Γενική Συνέλευσηnoun (initialism (Annual General Meeting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεδουλευμένα έτουςnoun (finance: accumulation over a year) (λογιστική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ετήσιος ισολογισμόςnoun (financial statement for a year) (λογιστική) The company announced significant profits on the annual balance sheet. |
ετήσια γενική συνέλευσηnoun (yearly firm meeting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ετήσια άδειαnoun (UK (time allowed off work in a year) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have got 22 days of annual leave this year. |
ετήσια άδειαnoun (US (paid vacation from work) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ετήσιο ποσοστόnoun (rate of interest on a loan) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My credit card offers a low annual percentage rate. |
ετήσια αναφοράnoun (yearly financial statement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The figures in this year's annual report are terrible! |
ετήσια απόδοσηnoun (profit or loss made over a year) (λογιστική) |
ετήσιος κύκλος εργασιώνnoun (business, finance: yearly income) (λογιστική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δακτύλιοςnoun (tree: growth circle) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Old trees have many rings. |
εξαμηνιαίοςadjective (occurring twice a year) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του annual στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του annual
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.