Τι σημαίνει το another στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης another στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του another στο Αγγλικά.

Η λέξη another στο Αγγλικά σημαίνει άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλος, άλλος ένας, άλλος, εντελώς διαφορετικός, ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή, ακόμα μια προσπάθεια, άλλος ένας γύρος, άλλο ένα, ακόμα ένα, άλλο ένα, ακόμα ένα, ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, κάποια άλλη στιγμή, ακόμα μία προσπάθεια, υπό άλλες συνθήκες, αλληλοσυμπληρώνομαι, διαδέχονται ο ένας τον άλλο, γνωρίζομαι καλύτερα, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ, ξαναδοκιμάζω, ξαναπαίζω, τρώω άλλη μια μερίδα, αλληλοβοηθούμαι, διαφορετικά, φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο, αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα, ο ένας τον άλλο, το ένα φέρνει το άλλο, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, ρίχνω μία προσεκτική ματιά, συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ, ακόμα ένας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης another

άλλος ένας, κι άλλος ένας

adjective (one more)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd like another cup of coffee, please.
Θα ήθελα ακόμα ένα (or: ακόμη ένα) φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ.

άλλος ένας, κι άλλος ένας

pronoun (one more)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
First, Alfie ate one biscuit, and then he ate another.
Πρώτα, ο Αλ έφαγε ένα μπισκότο, μετά έφαγε ακόμα ένα (or: ακόμη ένα).

άλλος

adjective (different) (όχι ο ίδιος)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
That's another story altogether.
Αυτή είναι εντελώς διαφορετική (or: μια εντελώς διαφορετική) υπόθεση.

άλλος, άλλος ένας

adjective (like [sb] or [sth] well known)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
This war looks like another Vietnam.

άλλος

pronoun (the other)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
The twins are so similar, I can't tell one from another.

εντελώς διαφορετικός

noun (figurative, informal (entirely different matter, thing)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή

noun (informal (another attempt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you give me another crack at solving the riddle, I'm sure I'll get it.

ακόμα μια προσπάθεια

noun (informal (further attempt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll have another go at winning the lottery.
Θα κάνω ακόμα μία προσπάθεια να κερδίσω το λαχείο.

άλλος ένας γύρος

noun (informal (further turn)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think I'll have another go on the roller coaster.
Νομίζω ότι θα κάνω άλλον έναν γύρο με το τρενάκι του λούνα παρκ.

άλλο ένα, ακόμα ένα

noun (one more)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The muffins were delicious, so I ate another one.

άλλο ένα, ακόμα ένα

noun (a different one)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I lost my teddy bear so my parents bought me another one.

ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή

noun (another attempt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am going to have another shot at it.

κάτι άλλο, κάτι ακόμα

noun ([sth] else, and also)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You ate the last piece of cake, and another thing, there's no bread left - did you eat that too? Another thing that annoys me is that she smokes at the dinner table.
Ένα άλλο πράγμα που με εκνευρίζει είναι ότι καπνίζει την στο τραπέζι.

κάποια άλλη στιγμή

adverb (in the future)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Not tonight, but perhaps another time?

ακόμα μία προσπάθεια

noun (a further attempt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you are not successful the first time, give it another try.

υπό άλλες συνθήκες

adverb (in other circumstances)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
At another time, she would have responded with anger, but she was so tired, she let his comments go.

αλληλοσυμπληρώνομαι

verbal expression (be well matched)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Liz and Brian are very different, but as a couple, they complement one another.

διαδέχονται ο ένας τον άλλο

verbal expression (come one after the other)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The goals quickly followed one another in the second half of the game.

γνωρίζομαι καλύτερα

verbal expression (become better acquainted)

The two men got to know each other while they were both at college.

ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ

verbal expression (informal (try again)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gary wasn't happy with his first attempt so he decided to have another go.

ξαναδοκιμάζω

verbal expression (informal (try again) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That attempt didn't work out very well, so I'll have another go at it.

ξαναπαίζω

verbal expression (UK: informal (game: take further turn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you throw a six, you move six squares and then have another go.

τρώω άλλη μια μερίδα

verbal expression (receive additional serving of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That pudding was delicious. Can I have another helping, please?
Το γλυκό ήταν απίθανο. Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα, παρακαλώ;

αλληλοβοηθούμαι

verbal expression (assist each other)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The students formed study groups, to help one another prepare for the exams.

διαφορετικά

adverb (differently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο

verbal expression (informal, figurative (be ideally suited to each other) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a lovely couple; they're made for each other. Those two business partners are equally nasty; they're made for one another.

αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα

expression (to change the subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο ένας τον άλλο

pronoun (each other)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lovers liked nothing better than to be with one another. Lisa believes that women in academia should help one another to get ahead.
Στο ερωτευμένο ζευγάρι άρεσε όσο τίποτα άλλο το είναι ο ένας με τον άλλο. Η Λίζα πιστεύει ότι οι γυναίκες στην πανεπιστημιακή κοινότητα θα πρέπει να βοηθούν η μια την άλλη για να προχωρήσουν επαγγελματικά.

το ένα φέρνει το άλλο

expression (one action begins a series)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One thing led to another, and now she's pregnant.

είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο

adverb (somehow, by some means)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω μία προσεκτική ματιά

verbal expression (re-examine [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once you think you have everything figured out, it's never a bad idea to take another look.

συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ

transitive verb and reflexive pronoun (have an agreement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We really understand one another; sometimes we don't even need to speak.

ακόμα ένας

adjective (one more, an additional)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του another στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του another

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.