Τι σημαίνει το animal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης animal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του animal στο Αγγλικά.

Η λέξη animal στο Αγγλικά σημαίνει ζώο, ζωικός, ζωώδης, ζώο, ζωικός, ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, μπισκότο σε σχήμα ζώου, ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων, κτηνοτροφία, ζωικό βασίλειο, ζωώδης έλξη, δικαιώματα των ζώων, ζωολογία, καταφύγιο ζώων, κραυγή ζώου, ζωοτομία, ζώο βοηθός, βρυόζωο, ζώο συντροφιάς, ζουζούνι, μαμούνι, κατοικίδιο, ζώο συναισθηματικής στήριξης, ζώο αγροκτήματος, υβρίδιο, πειραματόζωο, θαλάσσιο ζώο, υποζύγιο, τρελός γλεντζές, φυτικό και ζωικό βασίλειο, πολιτικός, έλλογο ον, ζώο σε καταφύγιο ζώων που θα υιοθετήσει κάποιος φιλόζωος ως ζώο συντροφιάς, αδέσποτο ζώο, λούτρινο παιχνίδι, ταριχευμένο ζώο, ζώο θεραπείας, άγριο ζώο, κτήνος, άγριο ζώο, κτήνος, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης animal

ζώο

noun (creature) (ον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cats are one of the few domesticated animals.
Η γάτα είναι ένα από τα λίγα οικόσιτα ζώα.

ζωικός

adjective (of or from animals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ivana's coat was made of animal fur.

ζωώδης

adjective (sexual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rob could not deny his animal attraction to Sara.

ζώο

noun (figurative (uncivilized person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Look at the way he eats! What an animal!

ζωικός

noun (type of matter)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most objects can be classified as animal, vegetable or mineral.

ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων

noun (supports animal rights)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπισκότο σε σχήμα ζώου

noun (biscuit)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Children seem to enjoy biting the heads off animal crackers.

ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων

noun (illness in animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tuberculosis is an animal disease that is often found in cows.

κτηνοτροφία

noun (breeding livestock)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Animal husbandry is big business in Wisconsin, the Dairy State. She wants to be a rancher so she is studying animal husbandry in college.
Η κτηνοτροφία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στο Γουισκόνσιν, την Πολιτεία των γαλακτοκομικών.

ζωικό βασίλειο

noun (biology: category of animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Apes are ranked on top of the animal kingdom.

ζωώδης έλξη

noun (personal charisma, attractiveness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That woman has an animal magnetism.

δικαιώματα των ζώων

plural noun (freedom of animals from cruelty)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
John's a strong believer in animal rights.

ζωολογία

noun (study of animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταφύγιο ζώων

noun (home for unwanted pets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stray dogs are sent to the animal shelter.

κραυγή ζώου

noun (animal's call or cry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζωοτομία

noun (vivisection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't agree with animal testing, especially for cosmetics.

ζώο βοηθός

noun (animal aiding disabled person)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βρυόζωο

noun (invertebrate aquatic animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζώο συντροφιάς

noun (pet kept for company)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζουζούνι, μαμούνι

noun (informal (insect, etc.) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother's always startled by the creepy-crawlies we see while weeding the garden.

κατοικίδιο

noun (pet)

The dog was the earliest domestic animal.

ζώο συναισθηματικής στήριξης

noun (provides psychological support)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζώο αγροκτήματος

noun (agriculture: livestock or poultry)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υβρίδιο

noun (creature cross-bred from 2 species)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πειραματόζωο

noun (animal used for scientific research)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The use of laboratory animals has advanced medical science.

θαλάσσιο ζώο

noun (sea creature)

Marine animals are many and varied.

υποζύγιο

noun (animal used for carrying)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρελός γλεντζές

noun (figurative, informal (person who frequents drinking parties) (παλιομοδίτικο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was a real party animal when she was younger. That party animal must be exhausted when the holidays are over.

φυτικό και ζωικό βασίλειο

noun (living organisms)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολιτικός

noun (figurative ([sb] active in politics)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Simpson continued to be a political animal who was active in the communist party.

έλλογο ον

noun (human being)

Though we're supposed to be rational animals, we do much stupider things than animals do.

ζώο σε καταφύγιο ζώων που θα υιοθετήσει κάποιος φιλόζωος ως ζώο συντροφιάς

noun (pet from animal shelter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδέσποτο ζώο

noun (dog or cat living in the streets)

λούτρινο παιχνίδι

noun (soft toy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a range of stuffed animals on the bed, mainly teddy bears.
Έχουμε διάφορα λούτρινα παιχνίδια στο κρεβάτι και κυρίως αρκουδάκια.

ταριχευμένο ζώο

noun (embalmed animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The taxidermist has a number of stuffed animals displayed in his shop window.

ζώο θεραπείας

noun (comforts patients)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άγριο ζώο, κτήνος

noun (untamed creature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Keeping wild animals as pets is a bad idea. When children eat too much sugar, they can begin to behave like wild animals.
Να κρατάς άγρια ζώα ως κατοικίδια είναι κακή ιδέα. Όταν τα παιδιά τρώνε πολύ ζάχαρη, μπορεί να αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν κτήνη.

άγριο ζώο, κτήνος

noun (savage or fierce creature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The explorer was attacked and eaten by wild animals.

πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων

noun (animal reserve)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του animal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του animal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.