Τι σημαίνει το anything στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης anything στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anything στο Αγγλικά.
Η λέξη anything στο Αγγλικά σημαίνει οτιδήποτε, κάτι, οτιδήποτε, οτιδήποτε, τίποτα, καθόλου, συμφωνώ με όλα, τα πάντα, οτιδήποτε, κάθε άλλο παρά, οτιδήποτε εκτός, καμία σχέση, οτιδήποτε άλλο, όλα επιτρέπονται, καθόλου, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, σχεδόν τίποτα, το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, δεν πετυχαίνω τίποτα, δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα, δεν έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, πανέτοιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης anything
οτιδήποτεpronoun (something) (κάτι) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Anything might happen. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. |
κάτι, οτιδήποτεpronoun (in questions: a thing of any type) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Have you anything to declare? Έχεις να δηλώσεις κάτι (or: οτιδήποτε); |
οτιδήποτεpronoun (everything possible) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I'll do anything to prove my love for you. Θα κάνω τα πάντα για να σου αποδείξω την αγάπη μου για σένα. |
τίποταpronoun (with negative: a single thing) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I didn't hear anything. Δεν άκουσα κάτι. |
καθόλουadverb (with negative: to any extent) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He isn't anything like his father. Δεν είναι καθόλου σαν τον πατέρα του. |
συμφωνώ με όλαverbal expression (not be discerning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His love is blind; he will agree to anything. |
τα πάνταnoun (all manner of things) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We need to do anything and everything to stop global warming. |
οτιδήποτεpronoun (no matter what thing) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) They didn't manage to save anything at all from the house when it burned down. |
κάθε άλλο παράadverb (not at all) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His new novel is anything but dull. Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του. |
οτιδήποτε εκτόςadverb (anything except) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'll do anything but wash windows. |
καμία σχέσηexpression (nothing of the sort) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Though he's known for his comedies, his latest film is anything but. |
οτιδήποτε άλλοnoun (any other thing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you want me to get anything else from the shops? Θέλεις να πάρω οτιδήποτε άλλο από τα μαγαζιά; |
όλα επιτρέπονταιverbal expression (dress, conduct: not restricted) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθόλουexpression (at all like) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She doesn't look anything like her mother. Δε μοιάζει καθόλου με τη μητέρα της. |
πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάνταverbal expression (figurative (be gullible) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She's so naïve, she'll believe anything! Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε! |
σχεδόν τίποταpronoun (almost nothing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There is hardly anything to eat in this house. |
το αντίθετο, το αντίθετο μάλισταadverb (on the contrary) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Too tall? No, if anything she's too short to play goalie! Υπερβολικά ψηλή; Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολύ κοντή για να παίξει τέρμα! |
περισσότερο από οτιδήποτε άλλοadverb (above all) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) More than anything, Nina wanted to train to become a pilot. |
περισσότερο από οτιδήποτε άλλοadverb (above everything else) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tim is interested in learning many foreign languages, but more than anything he wants to be able to speak Japanese. |
δεν πετυχαίνω τίποταverbal expression (figurative, informal (be a failure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμαverbal expression (figurative, informal (action: be ineffective) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν έχω καμία σχέση μεverbal expression (be unrelated to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Baking a cake does not have anything to do with repairing a car. Being smart doesn't have anything to do with being strong. |
δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις μεverbal expression (avoid contact with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Since she stole my earings, I do not have anything to do with her anymore. I'll not have anything to do with my ex-wife's new husband. |
πανέτοιμοςadjective (informal (fully prepared) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I've packed everything I might possibly need - I'm ready for anything. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anything στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του anything
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.