Τι σημαίνει το any στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης any στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του any στο Αγγλικά.
Η λέξη any στο Αγγλικά σημαίνει καθόλου, οποιοσδήποτε, κανένας, όσος, ό,τι, οποιοσδήποτε, κανένας, κανένας, -, καθόλου, πάνω από όλα, όλοι ανεξαιρέτως, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, εννοείται, από μέρα σε μέρα, καλός, αποτελεσματικός, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, λιγότερο, λιγότερο, πλέον, περισσότερο, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, εναπομείναν, πάνω από, oποιοσδήποτε, όπως - όπως, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, οπουδήποτε, τέτοιος, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, όπως και να έχει, όπως να'ναι, με κάποιον τρόπο, με οποιοδήποτε τρόπο, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, τυχαία, όπως να 'ναι, σε οποιαδήποτε ηλικία, με οποιοδήποτε κόστος, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, ανά πάσα στιγμή, όσο και αν κάνει, με οποιοδήποτε κόστος, οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, τυχαίνει, με οποιονδήποτε τρόπο, σε κάθε περίπτωση, ελάχιστοι, ελάχιστος, αν σε παρηγορεί, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, καθόλου, με οποιοδήποτε τρόπο, δεν ξέρω, σαν όλους τους άλλους, που δεν διαφωτίστηκε, που δεν καταλαβαίνει, που δεν αντιλαμβάνεται, όχι πια, με κανέναν τρόπο, δεν κάνω καμία διαφορά, είμαι αδιάφορος, δεν έχω καμία επίπτωση, οποιοσδήποτε, κάθε είδους, μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μου, χωρίς φασαρία, χωρίς φασαρίες, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης any
καθόλουadjective (some) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Do you have any bread? Έχεις καθόλου ψωμί; |
οποιοσδήποτεadjective (whichever) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I'll watch any film. I'm not fussy. Θα δω όποια ταινία νά 'ναι. Δεν έχω προτιμήσεις. |
κανέναςadjective (one or more of [sth]) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) If any letters arrive, could you keep them until I get back? Εάν έρθει κανένα γράμμα, μπορείς να το κρατήσεις μέχρι να επιστρέψω; |
όσοςadjective (in whatever number) (ποσότητα σε αριθμό) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I'll take any sandwiches you have left. Θα πάρω όσα σάντουιτς έχεις αφήσει. |
ό,τιadjective (in whatever quantity) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I'll take any chocolate that's left over. Θα πάρω όσες σοκολάτες μείνουν. |
οποιοσδήποτεadjective (all, every) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Any teenager could tell you how useful the Internet can be. Κάθε έφηβος μπορεί να σου πει πόσο χρήσιμο είναι το διαδίκτυο. |
κανέναςpronoun (people: one or some) (απροσδιόριστο πρόσωπο) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Have you met any of my friends? Έχεις γνωρίσει κανέναν από τους φίλους μου; |
κανέναςpronoun (one or more: of [sth]) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I'm looking for a pen. Have you seen any? Ψάχνω ένα στυλό. Έχεις δει κανένα; |
-adverb (to any extent) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) If the rain gets any worse we'll have to postpone the match. Αν χειροτερέψει και άλλο ο καιρός θα πρέπει να αναβάλλουμε τον αγώνα. |
καθόλουadverb (informal (at all) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) That film wasn't any good. Αυτή η ταινία δεν ήταν καθόλου καλή. |
πάνω από όλαadverb (more than any other) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Peter is a clever, handsome and, above all, honest man. Ο Πίτερ είναι έξυπνος, όμορφος και πάνω από όλα τίμιος άντρας. |
όλοι ανεξαιρέτωςadjective (every) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Please send any and all complaints to the manager. |
όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμήadverb (informal (some time soon) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I ordered it weeks ago. It should arrive any day. Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι. |
εννοείταιadverb (informal (willingly, without hesitation) I'd do that for you any day. Δεν έχω καμία αντίρρηση να το κάνω αυτό για σένα. |
από μέρα σε μέραadverb (informal (some time soon) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I'm expecting the book I ordered to come any day now. |
καλόςadjective (informal (sufficient quality) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I don't think his later films are any good. Δε νομίζω ότι οι τελευταίες ταινίες του ήταν καλές. |
αποτελεσματικόςadjective (informal (at all effective) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Was the ointment I gave you any good? Ήταν καθόλου αποτελεσματική η αλοιφή που σου έδωσα; |
οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτεadverb (any time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λιγότεροadverb (not as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Being young doesn't make her any less qualified for the job. |
λιγότεροadverb (not as much) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Even though I disapprove of what you did, that doesn't mean that I love you any less. |
πλέονadverb (anymore) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We can't go on spending like this any longer. Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε με αυτόν τον τρόπο. |
περισσότεροadverb (for any further time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I can't do it any longer than he can. |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομαadverb (informal (without warning) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The old house looked like it could collapse any minute. Bill should arrive any moment to give us a ride to the airport. |
εναπομείνανadjective (some remaining) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Do we have any more bread? Έχει περισσέψει καθόλου ψωμί; |
πάνω απόexpression (greater) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If the number of people in the lift is any more than five, it becomes uncomfortably crowded. |
oποιοσδήποτεadjective (informal (not special) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Any old cloth will do for wiping your paintbrushes. |
όπως - όπωςadverb (informal (haphazardly, randomly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
οποιοσδήποτε, όποιος να'ναιpronoun (no matter which one) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Just take any one. It doesn't matter which. Πάρε όποιο να' ναι. Δεν έχει σημασία ποιο. |
οποιοσδήποτε, όποιος να'ναιadjective (no matter which) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Any one of those cakes will surely be delicious. Οποιοδήποτε από αυτά τα κέικ θα είναι σίγουρα νοστιμότατο. |
άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικοςadjective (an alternative, another) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Is there any other solution to the problem? Υπάρχει άλλη λύση στο πρόβλημα; |
οπουδήποτεadverb (US (anywhere) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I would rather be any place but here right now. |
τέτοιοςadjective (instance or example of [sth] similar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Take money from your purse? I never did any such thing! |
οποτεδήποτε, όποτε να'ναιadverb (no matter when) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You call me any time you need to talk. Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον. |
όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμήadverb (at any moment) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We'll be ready to leave any time now, as soon as my husband finds his glasses. |
όπως και να έχει, όπως να'ναι, με κάποιον τρόποnoun (some means) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Is there any way you could make your essay more interesting? |
με οποιοδήποτε τρόποadverb (informal (in any way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm not going shopping for you, any which way! |
προς οποιαδήποτε κατεύθυνσηadverb (informal (in any direction) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The wind keeps blowing the smoke any which way. |
τυχαίαadverb (informal (haphazardly, randomly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She used to load the dishwasher any which way. |
όπως να 'ναιadverb (informal (carelessly, without order) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was shocked to see Sara shove her expensive dresses into the wardrobe anyhow. Σοκαρίστηκα που είδα τη Σάρα να χώνει τα ακριβά της φορέματα μέσα στην ντουλάπα όπως να 'ναι. |
σε οποιαδήποτε ηλικίαadverb (no matter what one's age) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cancer does not discriminate, it can strike at any age. |
με οποιοδήποτε κόστοςadverb (however high the cost may be) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We will win this war at any cost. |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτόexpression (without warning) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The city is built across a fault line, so an earthquake could strike at any minute. Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο. |
ανά πάσα στιγμήexpression (any point in time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) At any one time, there are numerous children suffering from rare illnesses. |
όσο και αν κάνειadverb (whatever the cost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bob was willing to buy the painting at any price. |
με οποιοδήποτε κόστοςadverb (figurative (whatever sacrifice is required) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yvonne wanted to win the game at any price. |
οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωσηadverb (anyway, in any case) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I didn't want to go to the party at all, but it's over now, at any rate. Δεν ήθελα καθόλου να πάω στο πάρτι, αλλά ούτως ή άλλως τελείωσε τώρα. |
οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναιadverb (whenever convenient) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You can call me for help at any time. |
οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναιadverb (without warning) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I like my desk to face the door, because I know my boss may walk in at any time. |
τυχαίνειadverb (possibly) Would you by any chance be able to lend me $10? Μήπως τυχαίνει να μπορείς να μου δανείσεις 10 δολάρια; |
με οποιονδήποτε τρόποadverb (in any way, via any method) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε κάθε περίπτωσηadverb (by no matter what measure) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελάχιστοιadjective (few) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) After my brother discovered the cookies, there were hardly any left. |
ελάχιστοςadjective (not much) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There's hardly any chance of Bob being promoted. |
αν σε παρηγορείadverb (informal (said to cheer [sb] after misfortune) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε κάθε περίπτωσηadverb (regardless) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) We will reply as soon as possible and, in any case, within 48 hours. Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών. |
σε κάθε περίπτωσηadverb (whatever the situation) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In any event, the safety of the public must remain the top priority. |
καθόλουadverb (at all, in the slightest) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If I've offended you in any way, I apologise. |
με οποιοδήποτε τρόποadverb (in whichever manner) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll get the job done today in any way I can. |
δεν ξέρωverbal expression (be uninformed or uneducated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαν όλους τους άλλουςexpression (ordinary, unremarkable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was a day like any other when the car crashed into their living room. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους. |
που δεν διαφωτίστηκεexpression (still not understanding) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aaron's attempts to explain left his listeners none the wiser. None of us were any the wiser after reading the instructions. |
που δεν καταλαβαίνει, που δεν αντιλαμβάνεταιexpression (not aware) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I reckon, if we go this way, we can get in and out without the security guards being any the wiser. Stephanie made it home before her parents woke up and they were none the wiser about what she'd been up to that night. |
όχι πιαexpression (no longer, not any longer) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I used to travel a lot, but not any more. Συνήθιζα να ταξιδεύω πολύ αλλά όχι πια. |
με κανέναν τρόποexpression (in no way, by no method) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I will not by any means allow you to borrow my car. |
δεν κάνω καμία διαφορά, είμαι αδιάφοροςverbal expression (be irrelevant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω καμία επίπτωσηverbal expression (have no effect) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The election will not make any difference when a dictator is in control. |
οποιοσδήποτεadjective (of whatever variety) (με κατάφαση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I don't like dogs of any kind. The recipe calls for berries of any kind -- blackberries, raspberries, whatever is in season. |
κάθε είδουςexpression (of whatever variety) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I like vegetables of any sort. |
μετράω τα λόγια μου, μασάω τα λόγια μουverbal expression (figurative, often in negative (restrain yourself) (μεταφορικά) Wow, you didn't pull any punches in that meeting; you told them exactly what you thought! |
χωρίς φασαρία, χωρίς φασαρίεςadverb (informal (in straightforward way) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) And then, without any fuss, he grabbed the document and signed it. |
χωρίς άλλη καθυστέρησηexpression (immediately, with no more delay) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του any στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του any
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.