Τι σημαίνει το answer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης answer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του answer στο Αγγλικά.

Η λέξη answer στο Αγγλικά σημαίνει απάντηση, λύση, απάντηση, απαντάω, απαντάω, ικανοποιώ, καλύπτω, απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ, απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ, απαντάω, απαντάω, απαντάω, σηκώνω, ανοίγω, επιβεβαιώνω, απαντώ καταφατικά, αντιμιλώ, αντιμιλώ, απαντώ, λογοδοτώ για κτ, είμαι αρκετός για κτ, λυσάρι, λύσεις, απαντήσεις, ανοίγω την πόρτα, σηκώνω το τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο, λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ, έχω να δώσω λόγο σε κπ, απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ, καλύπτω, λύση, απάντηση, πλήρης απάντηση, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, σε απάντηση, σε απάντηση της ερώτησης σου, αρνητική απάντηση, στερεότυπη απάντηση, θετική απάντηση, ξεκάθαρη απάντηση, σαφής απάντηση, συνεδρία ερωταπαντήσεων, σύντομη απάντηση, γρήγορη απάντηση, σύντομη και περιεκτική απάντηση, λάθος απάντηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης answer

απάντηση

noun (response)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't have an answer to your question.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έστειλε πολλές επιστολές διαμαρτυρίας, αλλά δεν έλαβε καμία απολύτως απόκριση.

λύση, απάντηση

noun (solution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The answers to the maths problems can be found in the textbook.
Οι λύσεις στα προβλήματα των Μαθηματικών βρίσκονται στο σχολικό βιβλίο.

απαντάω

transitive verb (respond to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher tried to answer all of his students' questions.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις των μαθητών.

απαντάω

transitive verb (solve [sth]) (ερωτήσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students worked hard to answer all of the maths problems.
Οι μαθητές δούλεψαν σκληρά για να λύσουν όλα τα προβλήματα των μαθηματικών.

ικανοποιώ, καλύπτω

transitive verb (figurative (need: satisfy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our service answers a need for quality at-home care.

απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ

transitive verb (reply, respond)

Kate answered Ben with a nod of her head.
Η Κέιτ απάντησε στον Μπεν με ένα γνέψιμο.

απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ

transitive verb (respond in writing)

I hope Robert answers my letter.
Ελπίζω ο Ρόμπερτ να απαντήσει στο γράμμα μου.

απαντάω

intransitive verb (make a response)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He called out to her and she answered.

απαντάω

intransitive verb (write in reply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have written to him, and hope he will answer soon.
Του έγραψα κι ελπίζω ότι θα απαντήσει σύντομα.

απαντάω, σηκώνω

transitive verb (phone: respond)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Why isn't she answering her phone?
Γιατί δεν σηκώνει (or: απαντάει) το τηλέφωνό της;

ανοίγω

transitive verb (door, doorbell, knock: respond) (πόρτα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Even though it was midday, Eugene was still in his pyjamas when he answered the door.

επιβεβαιώνω

verbal expression (confirm [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The defendant answered yes to the judge's questions about his identity.

απαντώ καταφατικά

verbal expression (give your consent)

The patient answered "yes" when asked if he agreed to the procedure being carried out.

αντιμιλώ

phrasal verb, intransitive (informal (reply impudently)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Take your hands out of your pockets and don't answer back, young man!

αντιμιλώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (reply impudently)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If she gets bossy, answer her back.

απαντώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (respond)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I left a message for him but he hasn't answered me back.
Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε.

λογοδοτώ για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (face consequences)

He's committed a crime and he'll be forced to answer for it.
Διέπραξε ένα έγκλημα και θα αναγκαστεί να λογοδοτήσει γι' αυτό.

είμαι αρκετός για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal, US (be adequate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The back porch will have to answer for a bedroom.

λυσάρι

noun (solutions to exercises)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I purchased the math textbook, but did not buy the answer book.

λύσεις, απαντήσεις

noun (answers to test questions) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The student stole the answer key from the teacher's desk, and sold the answers.

ανοίγω την πόρτα

verbal expression (open front door to a caller)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the sales lady rang the bell, I didn't answer the door.

σηκώνω το τηλέφωνο

verbal expression (informal, abbreviation (respond to a telephone call) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Would you answer the phone for me, please? My hands are all greasy.

σηκώνω το τηλέφωνο

verbal expression (respond to a telephone call) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I hoped he would answer the telephone, since he was only 3 feet away from it.

λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ

(justify actions)

You will have to answer to both the teacher and the principal for cheating in the exam.

έχω να δώσω λόγο σε κπ

(be subordinate to [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Being independently wealthy, he answered to nobody.

απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ

(respond to a name)

His name is Timothy but he answers to Timmy.
Το όνομά του είναι Τίμοθι, αλλά τον φωνάζουν Τίμι.

καλύπτω

(try to satisfy a need) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
For many teenagers, the youth club answers to a need for a feeling of community.

λύση, απάντηση

noun (solution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The answer to the problem may be quite simple.
Η λύση μπορεί να είναι πολύ απλή.

πλήρης απάντηση

noun (full and detailed response)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can't possibly have provided a complete answer with such a short response.

βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση

verbal expression (devise solution)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The problem may seem insoluble right now, but you're sure to find the answer somehow.

πρέπει να λογοδοτήσω για κτ

verbal expression (take blame)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come the next election, the Government will have to answer for its economic mistakes.

σε απάντηση

adverb (by way of reply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I said hello and all I got in answer was a grunt.

σε απάντηση της ερώτησης σου

expression (in reply to you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In answer to your question, no, he's not married.

αρνητική απάντηση

noun (no)

"No", "never" and "none" are negative answers to a question.
Το «όχι», το «ποτέ» και το «κανείς» είναι αρνητικές απαντήσεις σε μια ερώτηση.

στερεότυπη απάντηση

noun (standard, prepared response)

θετική απάντηση

noun (yes, affirmation)

ξεκάθαρη απάντηση, σαφής απάντηση

noun (decisive answer)

συνεδρία ερωταπαντήσεων

noun (conference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The presentation will be followed by a question-and-answer session.

σύντομη απάντηση, γρήγορη απάντηση

noun (informal (prompt, brief reply)

σύντομη και περιεκτική απάντηση

noun (concise reply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Does he get along with his family? The short answer is no.

λάθος απάντηση

noun (incorrect response)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του answer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του answer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.