Τι σημαίνει το ans στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ans στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ans στο Γαλλικά.

Η λέξη ans στο Γαλλικά σημαίνει χρόνος, έτος, έτος, αργός, άμβλωση, έκτρωση, αλλεργία, ενθάρρυνση, υποβάλλομαι σε κτ, άγνωστος, ετησίως, ανά τρεις μήνες, κάθε τρεις μήνες, ανά τρίμηνο, θάμνος, απόπειρα, κουνάω, κουνώ, επώδυνος, οδυνηρός, που διαρκεί όλο το έτος, χωρίς εσωτερικούς τοίχους, ετήσιος, διάρκειας ενός έτους, πέρσι, πέρυσι, δύο φορές τον χρόνο, του χρόνου, χαμηλός τόνος, υπερβολική έμφαση, άδειο στομάχι, αναπόσπαστο κομμάτι, κοινώς αποδεκτό, ευρέως γνωστό, Πρωτοχρονιά, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, παραμονή Πρωτοχρονιάς, παρατηρητικότητα, το έτος 2000, το 2000, έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικός, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, που γίνεται δυο φορές το χρόνο, που γίνεται δύο φορές το χρόνο, αργά, πολύ αργά, κουράδας, έκφραση, απειροελάχιστός, στενή παρακολούθηση, βελτίωση, ανάκαμψη, ματιά, του έτους 2000, του 2000, δυο φορές τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο, αναβάθμιση, κυριεύω, κάθε δεύτερο, ενός, του έξω, ολοένα αυξανόμενος, κατ' έτος, ανά έτος, Κινέζικη Πρωτοχρονιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ans

χρόνος

nom masculin (période de douze mois)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il faut compter un an pour finir ce projet.
Αυτό το σχέδιο θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα χρόνο για να τελειώσει.

έτος

(du calendrier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a douze mois dans une année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι χρονιά και αυτή! Περάσαμε πολλά.

έτος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
par an

αργός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άμβλωση, έκτρωση

(τερματισμός κύησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ces dernières années, il est devenu de plus en plus difficile de recourir à l'avortement.

αλλεργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'allergie de Joanne aux fruits de mer l'oblige à faire très attention quand elle mange au restaurant. Je fais une allergie à ce médicament alors je dois l'éviter.

ενθάρρυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποβάλλομαι σε κτ

(opération) (εγχείρηση, εξετάσεις)

Il va subir un pontage mercredi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το νέο μοντέλο της εταιρείας δεν υπέστη μεγάλες μηχανικές αλλαγές.

άγνωστος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ένας άγνωστος άντρας μπήκε στο μπαρ και παρήγγειλε ένα ποτό.

ετησίως

(μία φορά το χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les gens de plus de 60 ans devraient faire le test annuellement.
Οι ενήλικες άνω των 60 καλό είναι να κάνουν το τεστ ετησίως.

ανά τρεις μήνες, κάθε τρεις μήνες, ανά τρίμηνο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Des rapports seront envoyés trimestriellement.

θάμνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai deux ravissants rosiers chez moi.

απόπειρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'essai de Patrick de peindre le soleil couchant était un désastre complet.
Η προσπάθεια του Πάτρικ να ζωγραφίσει το ηλιοβασίλεμα κατέληξε σε φιάσκο.

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle n'a même pas bougé un cil lorsqu'il est entré dans la pièce.

επώδυνος, οδυνηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peter a subi une blessure douloureuse lors de l'accident.
Ο Πήτερ υπέστη ένα επώδυνη τραύμα στο ατύχημα. Έκοψα το δάκτυλό μου και πονάει πολύ.

που διαρκεί όλο το έτος

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς εσωτερικούς τοίχους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετήσιος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάρκειας ενός έτους

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέρσι, πέρυσι

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'année dernière, je suis allé en vacances en Italie.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

δύο φορές τον χρόνο

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

του χρόνου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous espérons vous revoir l'an prochain.
Ελπίζουμε να σε ξαναδούμε του χρόνου.

χαμηλός τόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les deux hommes parlaient à voix basse pour que personne ne les entende.

υπερβολική έμφαση

άδειο στομάχι

Ce n'est pas une bonne idée de boire de l'alcool avec le ventre vide.

αναπόσπαστο κομμάτι

(με γενική)

L'ordinateur fait maintenant partie intégrante de notre entreprise.

κοινώς αποδεκτό, ευρέως γνωστό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Πρωτοχρονιά

nom masculin

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Aux États-Unis, le Jour de l'An (or : le Premier de l'An, or: le Nouvel An) se fête souvent en regardant la parade des roses suivie de matchs de football américain.

νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon fils a commencé à lire à un âge précoce : à 3 ans, si je me souviens bien.

παραμονή Πρωτοχρονιάς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Pour le réveillon du Jour de l'an (or: À la Saint-Sylvestre), beaucoup de gens vont à des fêtes et tirent des feux d'artifice. // La Saint-Sylvestre est le 31 décembre.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πολλοί πηγαίνουν σε πάρτι και ρίχνουν πυροτεχνήματα. Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι στις 31 Δεκεμβρίου.

παρατηρητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το έτος 2000, το 2000

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικός

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le peintre a le sens du détail.

γιορτάζω την Πρωτοχρονιά

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που γίνεται δυο φορές το χρόνο, που γίνεται δύο φορές το χρόνο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αργά, πολύ αργά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu as rendu ton devoir trop tard pour avoir la note maximale.

κουράδας

(très familier) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ces cons ne veulent pas nous laisser stationner ici pour 10 minutes.
Αυτοί εδώ οι κοπρίτες δε μας αφήνουν να παρκάρουμε ούτε για 10 λεπτά.

έκφραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a eu une expression (or: manifestation) d'opinions retentissante dans le débat sur les combats d'animaux.

απειροελάχιστός

nom féminin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στενή παρακολούθηση

J'ai entendu parler de votre mauvaise conduite dans votre ancienne école ; c'est pourquoi je vais vous surveiller de près.

βελτίωση, ανάκαμψη

(Économie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ματιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

του έτους 2000, του 2000

(bug)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυο φορές τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αναβάθμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le conseil espérait que la mise à jour du système de transport en commun encouragerait plus de gens à l'utiliser au lieu de prendre leur voiture.
Το συμβούλιο ήλπιζε ότι η αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος μεταφορών θα οδηγούσε στο να το χρησιμοποιούν περισσότεροι άνθρωποι αντί για αυτοκίνητα.

κυριεύω

(émotion) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une grande fureur s'empara de Martha.
Μια έντονη οργή κυρίευσε τη Μάρθα.

κάθε δεύτερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je rends visite à ma mère un mercredi sur deux.
Επισκέπτομαι τη μητέρα Τετάρτη παρά Τετάρτη.

ενός

(âge)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Malheureusement, l'éléphant est mort quand il n'avait qu'un an (or: à l'âge d'un an seulement).

του έξω

locution verbale (ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Janine aime être dans la nature, elle y passe autant de temps que possible.

ολοένα αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατ' έτος, ανά έτος

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Κινέζικη Πρωτοχρονιά

nom masculin

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ans στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του ans

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.