Τι σημαίνει το approche στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης approche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του approche στο Γαλλικά.

Η λέξη approche στο Γαλλικά σημαίνει προσέγγιση, ερχομός, προσέγγιση, βολή προσέγγισης, προσέγγιση, προσέγγιση, τακτική, μέθοδος, στρατηγική, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω τα, κοντεύω τα, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι, πλησιάζω, πιο κοντά, πλησιάζω, κοντά, πλησιάζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, που δεν θέλει πολύ για να συμβεί, στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον, επικείμενος, τραβάω, τραβώ, πιο κοντά, ορατός, κάνω προσέγγιση, όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός, προσιτός, πριν, την περίοδο πριν από κτ, το διάστημα πριν από κτ, μικτή προσέγγιση, μεικτή προσέγγιση, λεπτή προσέγγιση, στρατηγική σκέψη, φώτα προσγείωσης, που πλησιάζει, που προσεγγίζει, επερχόμενος, πορεία, εξέλιξη, τέλη, περίοδος πριν, περίοδος πριν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης approche

προσέγγιση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les insulaires se préparent tous à l'approche de l'ouragan.

ερχομός

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'approche du printemps fait apparaître les premières feuilles.
Ο ερχομός της άνοιξης έκανε τα δέντρα να βγάλουν φύλλα.

προσέγγιση

nom féminin (stratégie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'armée met au point son approche en cas d'invasion.

βολή προσέγγισης

nom féminin (Golf) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a un obstacle d'eau à l'approche du green.

προσέγγιση

nom féminin (Aviation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'approche de l'avion vers la piste était douce et assurée.

προσέγγιση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'enseignante s'est rendu compte que sa méthode ne fonctionnait pas avec cet élève et a donc décidé de changer d'approche.

τακτική, μέθοδος, στρατηγική

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Optons pour une nouvelle tactique (or: approche) et voyons si celle-ci l'encourage à coopérer.
Προτείνω να δοκιμάσουμε μια νέα τακτική και να δούμε πόσο συνεργάσιμος είναι.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À mesure que la date du mariage approchait, Martha devenait de plus en plus nerveuse.

πλησιάζω τα, κοντεύω τα

verbe transitif (âge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom refuse toujours de donner son âge mais il doit approcher les 70 ans.
Ο Τομ πάντα αρνείται ν' αποκαλύψει την ηλικία του, πρέπει όμως να πλησιάζει (or: κοντεύει) τα εβδομήντα.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Noël approche de nouveau.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le Jour J approche et je commence à m'inquiéter.

πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le Nouvel An approche.
Η Πρωτοχρονιά πλησιάζει.

πλησιάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιο κοντά

verbe intransitif (dans le temps)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Noël approche.

πλησιάζω

(σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le bateau a approché la rive ce matin.

κοντά

(μεταφορικά: στο χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les raisins sont en train de mûrir : les vendanges sont proches.

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est tellement approché que j'ai pu voir chacun de ses points noirs.

που δεν θέλει πολύ για να συμβεί

(date, événement,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον

(date, événement,...)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον.

επικείμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
«Ένας πυρηνικός πόλεμος είναι επικείμενος!», ήταν σχεδιασμένο με έντονους χαρακτήρες στα μαύρα και κίτρινα φυλλάδια.

τραβάω, τραβώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tire la chaise près de moi pour que je te montre mes photos de vacances.
Φέρε μια καρέκλα και θα σου δείξω τις φωτογραφίες από τις διακοπές μου.

πιο κοντά

(dans l'espace)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si tu as froid, assieds-toi plus près du radiateur.

ορατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Πριν από δύο εβδομάδες, νόμιζα ότι δεν θα τελείωνα ποτέ αυτή την εργασία. Τώρα, όμως, το τέλος είναι ορατό.

κάνω προσέγγιση

verbe intransitif (Golf) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le golfeur fit une approche en toute confiance.

όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσιτός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La personnalité chaleureuse de Jane la rendait accessible.
Η φιλική προσωπικότητα της Τζέιν την έκανε προσιτή σε όλους.

πριν

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

την περίοδο πριν από κτ, το διάστημα πριν από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce changement se reflète dans les sondages d'opinion menés à l'approche de l'élection (or: menés durant les semaines précédant l'élection).

μικτή προσέγγιση, μεικτή προσέγγιση

nom féminin

λεπτή προσέγγιση

nom féminin (μεταφορικά)

στρατηγική σκέψη

nom féminin

φώτα προσγείωσης

nom masculin pluriel

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le pilote a allumé ses feux d'approche en arrivant au-dessus de l'aéroport.

που πλησιάζει, που προσεγγίζει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ouragan qui approchait n'a pas tardé à assombrir le ciel.
Η καταιγίδα που πλησίαζε έκανε σύντομα τον ουρανό μαύρο.

επερχόμενος

locution adjectivale (train,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons couru pour attraper le train qui arrivait.

πορεία, εξέλιξη

(μέχρι κάτι, ως κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je regarderai la période précédant le grand match sur la chaîne de sport.

τέλη

(années) (στο τελευταίο μέρος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ils se sont mariés à la fin des années 60.
Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60.

περίοδος πριν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les restaurants font une grande partie de leur chiffre d'affaires annuel à l'approche des fêtes de fin d'année.
Τα εστιατόρια βγάζουν το μεγαλύτερο μέρος από τα ετήσια κέρδη τους την περίοδο πριν τα Χριστούγεννα.

περίοδος πριν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À l'approche de la Coupe du monde, les fans de football du monde entier sont surexcités.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του approche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του approche

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.