Τι σημαίνει το arch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arch στο Αγγλικά.

Η λέξη arch στο Αγγλικά σημαίνει αψίδα, καμάρα, καμάρα, σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ, μεγαλύτερος, πονηρός, αορτικό τόξο, μεγαλύτερος εχθρός, άσπονδος εχθρός, η καμπύλη της πλάτης, ειδική σόλα που παρέχει υποστήριξη στο πέλμα, τεντώνομαι προς τα πίσω, αρχιδαίμονας, πεταλοειδής αψίδα, αψίδα, αψίδα προσκηνίου, ωμική ζώνη, αψίδα του θριάμβου, ζύγωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arch

αψίδα

noun (building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The architecture of the old church features magnificent arches.
Η αρχιτεκτονική της παλιάς εκκλησίας διαθέτει εκπληκτικές αψίδες.

καμάρα

noun (often plural (of the foot) (ποδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some hikers experience pain in their arches after a strenuous hike.
Μερικοί πεζοπόροι νιώθουν πόνο στις καμάρες τους μετά από κουραστική πεζοπορία.

καμάρα

noun (of a shoe) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The arch of the new sneaker is fairly rigid.
Η καμάρα του νέου αθλητικού παπουτσιού είναι αρκετά δύσκαμπτη.

σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ

(form an arc over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stately elm trees arched over the boulevard.
Οι επιβλητικές φτελιές σχημάτιζαν αψίδα πάνω από τη λεωφόρο.

μεγαλύτερος

adjective (rival, etc.: biggest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Greg glared across the room at his arch rival.
Ο Γκρεγκ έριξε μια ματιά στον θανάσιμο εχθρό του στην άλλη πλευρά του δωματίου.

πονηρός

adjective (sly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rose raised an eyebrow and gave an arch smile.
Η Ρόουζ ανασήκωσε το ένα φρύδι και έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο.

αορτικό τόξο

noun (anatomy)

μεγαλύτερος εχθρός, άσπονδος εχθρός

noun (most hated person)

He is my arch enemy.

η καμπύλη της πλάτης

noun (curve of lower back)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In this yoga pose, tuck your right arm behind the arch of your back.

ειδική σόλα που παρέχει υποστήριξη στο πέλμα

noun (orthopaedic device for foot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
because of his flat feet, his shoes were fitted with arch supports.

τεντώνομαι προς τα πίσω

verbal expression (stretch over backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please arch your back and take a deep breath.

αρχιδαίμονας

noun (devil, supreme villain)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πεταλοειδής αψίδα

noun (Moorish style of curved arch)

αψίδα

noun (architecture: pointed arch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αψίδα προσκηνίου

noun (arch near stage) (χώρισμα σκηνής από θεατές)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωμική ζώνη

noun (skeleton part)

αψίδα του θριάμβου

noun (archway built to commemorate victory)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Arch of Constantine in Rome is a well-known example of a triumphal arch.

ζύγωμα

noun (bridge: cheek, temporal bones) (οστό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του arch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.