Τι σημαίνει το casting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης casting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του casting στο Αγγλικά.

Η λέξη casting στο Αγγλικά σημαίνει ακρόαση, χυτός, χύτευση, καλάρισμα, μολάρισμα, περιττώματα σκουληκιών, καστ, ρίχνω, πετάω, πετώ, ζαριά, ριξιά, εκμαγείο, γύψος, τάση, ύφος, απόχρωση, ρίχνω δόλωμα, επιλέγω κάποιον για τον ρόλο, εξορίζω, υπεύθυνος διανομής ρόλων, αποφασιστική ψήφος, χύτευση με πίεση, ακρόαση, χούμος από γαιοσκώληκες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης casting

ακρόαση

noun (actors for movies, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The studio expects the casting to be finished by next week.
Στο κοινό γενικά άρεσε το κάστινγκ της ταινίας.

χυτός

noun (moulded metal) (μέταλλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χύτευση

noun (pouring molten metal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These bronze reliefs were made by casting.

καλάρισμα, μολάρισμα

noun (throwing of fishing line) (ζαργκόν: ψάρεμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jeff's casting has excellent form.

περιττώματα σκουληκιών

plural noun (worm excretions)

Earthworms have left their castings all over the lawn.

καστ

noun (theater, movie: performers) (θέατρο, κιν/φος: ηθοποιοί)

The cast of the play includes some popular actors.
Στο καστ του θεατρικού έργου περιλαμβάνονται κάποιοι δημοφιλείς ηθοποιοί.

ρίχνω, πετάω, πετώ

transitive verb (throw, fling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cast the net over a large area.
Έριξε (or: Πέταξε) το δίχτυ σε μεγάλη έκταση.

ζαριά

noun (formal (games: throw of dice) (για ζάρια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His first cast of the dice was lucky.
Η πρώτη ρίψη (or: ριξιά) των ζαριών ήταν τυχερή.

ριξιά

noun (angling: throw a hook or lure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He caught a huge fish with his first cast of the rod.

εκμαγείο

noun (mold of pottery, metal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He made a cast in plaster before pouring in the liquid bronze.

γύψος

noun (medicine: rigid dressing) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The boy's broken arm was put in a cast for six weeks.

τάση

noun (tendency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The poetry of adolescents sometimes has an egotistical cast.

ύφος

noun (rare (style, appearance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cast of her clothing is often Bohemian.

απόχρωση

noun (hue, tint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The room had a bluish cast to it from the colour of the light.

ρίχνω δόλωμα

intransitive verb (angling: throw a hook or lure)

My fishing line gets tangled up every time I cast.

επιλέγω κάποιον για τον ρόλο

transitive verb (theater: fill a role)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They cast him as one of the bodyguards.
Του έδωσαν τον ρόλο ενός από τους σωματοφύλακες.

εξορίζω

(send forth) (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was cast from his city and had to live elsewhere.
Τον εξόρισαν από την πόλη του και έπρεπε να ζήσει αλλού.

υπεύθυνος διανομής ρόλων

noun ([sb]: chooses performers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the audition, Phil called the casting director every day to see if he had got the part.
Μετά την ακρόαση ο Φιλ τηλεφωνούσε στον υπεύθυνο κάστινγκ κάθε μέρα για να δει αν είχε πάρει τον ρόλο.

αποφασιστική ψήφος

noun (tie-breaking vote cast by officer) (κρίνει το αποτέλεσμα)

χύτευση με πίεση

noun (forming molten metal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακρόαση

noun (film, theatre: choosing actors) (επιλογή ηθοποιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χούμος από γαιοσκώληκες

noun (pile of earth excreted by a worm) (χώμα από περιττώματα γαιοσκώληκα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του casting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του casting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.