Τι σημαίνει το au sujet de στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης au sujet de στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του au sujet de στο Γαλλικά.

Η λέξη au sujet de στο Γαλλικά σημαίνει όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, αναφορικά με κτ, σχετικά με κτ, για, σχετικά, σε σχέση κπ/κτ, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε, σχετικά με, αναφορικά με, αφορώ, για, σχετικά με, σχετικά, αναφορικά, σχετικά, κάνω εικασίες σχετικά με κτ, σχετικά με, έχει κάτι, για, αφορώ, μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, σε διαμάχη, με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτ, εκφράζω έντονα τη γνώμη μου για κτ, βολιδοσκοπώ, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, ανησυχώ για κτ/κπ, κοροϊδεύω, περιγελώ, προκαλώ κπ σχετικά με κτ, διαφωνώ, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, στριμώχνω κπ και τον ρωτάω για κτ, αμφιταλαντεύομαι, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, αστειεύομαι για κτ, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης au sujet de

όσον αφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχετικά με, αναφορικά με

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je vous écris au sujet du comportement de votre fils en classe.
Σας γράφω σχετικά με τη συμπεριφορά του γιου σας στην τάξη.

αναφορικά με κτ, σχετικά με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous devons avoir une discussion au sujet de l'emploi du temps la semaine prochaine.
Πρέπει να συζητήσουμε αναφορικά (or: σχετικά) με το πρόγραμμα την επόμενη βδομάδα.

για

(για ερώτηση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle m'a posé une question au sujet de ta mère. Qu'est-ce que je dois lui dire ?

σχετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε σχέση κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a écrit une lettre sur ce problème.
Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα.

σχετικά με, αναφορικά με

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je suis allé à la bibliothèque pour chercher un livre sur les insectes.
Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα.

για

(thème)

Je voudrais te parler de ton avenir.
Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου.

σχετικά με

(à propos de)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je recherche un livre sur les orchidées.

σχετικά

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils ont reçu 500 lettres de plainte concernant les scènes violentes de la pièce.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δέχτηκαν 500 επιστολές διαμαρτυρίας σχετικά με τις σκηνές βίας του έργου.

αναφορικά, σχετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À propos de ton séjour : tu sais quand tu arriveras ?
Αναφορικά (ή: Σχετικά) με την επίσκεψή σου, ξέρεις πότε θα φτάσεις;

κάνω εικασίες σχετικά με κτ

(littéraire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχετικά με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ποια είναι η άποψή σου για τον λόγο του προέδρου;

έχει κάτι

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il y a quelque chose à propos de (or: au sujet de) sa voix qui me rend nerveux.
Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα.

για

préposition (concernant)

Ils se disputent constamment sur (or: au sujet de) qui doit prendre le volant.
Πάντα μαλώνουν σχετικά με το ποιος θα οδηγήσει.

αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τι αφορά αυτό το τηλεφώνημα;

μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ

locution verbale (familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tout le monde a eu son mot à dire dans la prise de décision.

μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les deux frères n'arrêtent pas de disputer pour savoir lequel est le meilleur au basket.

σε διαμάχη

(με κπ για κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis en litige avec mon voisin pour savoir qui de lui ou de moi doit réparer la clôture.

με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτ

verbe pronominal (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia s'est fait du mauvais sang au sujet de son devoir parce qu'elle pensait qu'elle ne le finirait pas à temps.

εκφράζω έντονα τη γνώμη μου για κτ

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βολιδοσκοπώ

(σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dit qu'il voulait me sonder sur sa dernière idée d'entreprise.
Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του.

μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ

(enfants surtout)

Ma famille passe son temps à se chamailler à propos de n'importe quoi.

ανησυχώ για κτ/κπ

Nous nous inquiétons pour ta représentation. Je m'inquiète au sujet de la hausse du chômage dans le pays.
Ανησυχούμε για την απόδοση σου. Ανησυχώ για την αύξηση της ανεργίας στη χώρα.

κοροϊδεύω, περιγελώ

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charles Darwin était raillé par le clergé du XIXe siècle pour sa théorie de l'évolution.

προκαλώ κπ σχετικά με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφωνώ

(με κάποιον για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison n'était pas d'accord avec Mike sur le meilleur moyen de faire obéir leur fille.
Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους.

γκρινιάζω, μουρμουρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jackson se plaint toujours que sa femme est sur son dos.

γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ

(familier)

στριμώχνω κπ και τον ρωτάω για κτ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le journaliste a abordé le membre du congrès au sujet des coupes budgétaires.

αμφιταλαντεύομαι

locution verbale (δεν μπορώ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sénateur était indécis au sujet de la décision pendant des mois.
Ο γερουσιαστής αμφιταλαντευόταν για μήνες σχετικά με την απόφαση.

ρωτάω, ρωτώ

(για κτ, σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a posé des questions à son père sur les possibilités de travail à l'usine.
Ρώτησε τον πατέρα του για με τυχόν θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο.

ρωτάω, ρωτώ

(για κτ/σχετικά με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le journaliste a posé des questions sur le dernier film du réalisateur.
Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη.

αστειεύομαι για κτ

locution verbale

τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ

(με κπ)

(à propos de)

J'avais des questions au sujet de la réunion du 4 mars.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του au sujet de στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του au sujet de

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.