Τι σημαίνει το awe στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης awe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του awe στο Αγγλικά.

Η λέξη awe στο Αγγλικά σημαίνει δέος, δέος, προκαλώ δέος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, έκπληκτος, κατάπληκτος, έκθαμβος, με δέος, μαγεμένος, μαγεμένος από κτ, μαγεμένος με κτ, σοκ και δέος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης awe

δέος

noun (feeling of wonder) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children stared at the beautiful scenery with awe.
Τα παιδιά κοιτούσαν το όμορφο τοπίο με θαυμασμό.

δέος

noun (overwhelming fear) (φόβος και θαυμασμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steven felt paralyzed with awe at the terrible sight.
Ο Στίβεν παρέλυσε από τρόμο μπροστά στο απαίσιο θέαμα.

προκαλώ δέος

transitive verb (amaze) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The magician awed the crowd with his death-defying act.
Ο μάγος συγκλόνισε το κοινό με το ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο κόλπο του.

εκπληκτικός, καταπληκτικός

adjective (astounding, impressive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The asteroid shower was an awe-inspiring sight.

έκπληκτος, κατάπληκτος, έκθαμβος

adjective (amazed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was completely awe-struck by the beauty of the Rocky Mountains.

με δέος

adverb (with amazement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lucius gazed in awe at the skyscraper, never having seen anything so big before. The child stood in awe of the skyscraper, never having seen something so big.
Ο Λούσιους κοιτούσε με δέος τον ουρανοξύστη καθώς δεν είχε ξαναδεί κάτι τόσο μεγάλο. Το παιδί στεκόταν με δέος μπροστά στον ουρανοξύστη καθώς δεν είχε ξαναδεί κάτι τόσο μεγάλο.

μαγεμένος

adjective (admiring) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Your violin playing is incredible; I'm in awe!

μαγεμένος από κτ, μαγεμένος με κτ

(amazed by, admiring of) (μεταφορικά)

I'm in awe of your bravery!

σοκ και δέος

noun (US (US military: use of extreme force)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του awe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του awe

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.