Τι σημαίνει το away from στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης away from στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του away from στο Αγγλικά.

Η λέξη away from στο Αγγλικά σημαίνει μακριά από, απομακρύνομαι από κπ/κτ, εγκαταλείπω, φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ, αποφεύγω, αφαιρώ, μακριά από το σπίτι, φεύγω από κτ, απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, μακριά από κπ/κτ, σαν το σπίτι μου, απομακρύνομαι από κπ/κτ, απομακρύνω κτ από κπ/κτ, φεύγω τρέχοντας από κτ, μακριά από. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης away from

μακριά από

preposition (at a distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Away from the earthquake's epicentre there was less damage.
Μακριά από το επίκεντρο του σεισμού υπήρχαν λιγότερες ζημιές.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (distance yourself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I tried to edge away from the drunk man on the bus.

εγκαταλείπω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As he got older he fell away from the church.

φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (escape: [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How did you manage to get away from your captors?
Πως κατάφερες να ξεφύγεις (or: δραπετεύσεις) από αυτούς που σε κρατούσαν αιχμάλωτο;

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (place: leave)

It's great to get away from London sometimes.

απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (lose attachment)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Children gradually grow away from their parents and form their own identities.

αποφεύγω

(figurative (be reluctant to face)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda shrank from giving Oliver the bad news.

αφαιρώ

(informal (detract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her foul mouth takes away from her attractiveness.

μακριά από το σπίτι

expression (not where you live)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω από κτ

verbal expression (leave)

Lucy came away from the interview feeling confident that she had got the job.

απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ

verbal expression (move further)

Come away from that cliff edge; it may crumble.

βγαίνω από κτ

verbal expression (become detached) (μεταφορικά)

The cupboard door had come away from one of its hinges.

μακριά από κπ/κτ

preposition (at a distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The village where I grew up is far away from here.

σαν το σπίτι μου

noun (place [sb] feels comfortable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although it's not my country, Japan is my home away from home.
Αν και δεν είναι η χώρα μου, νιώθω σαν στο σπίτι μου στην Ιαπωνία.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbal expression (step further from)

Alice moved away from the rubbish bin when she noticed the bad smell.

απομακρύνω κτ από κπ/κτ

verbal expression (place at a greater distance from)

The mother moved the glass away from the child's reach.

φεύγω τρέχοντας από κτ

verbal expression (leave hurriedly) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was angry, so she tore away from the house.

μακριά από

preposition (at a distance from)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After the argument they decided to stay well away from one other. Any nuclear energy plant should be located well away from urban centers.
Μετά τη διαφωνία αποφάσισαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Τα πυρηνικά εργοστάσια θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του away from στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του away from

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.