Τι σημαίνει το baby στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης baby στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του baby στο Αγγλικά.
Η λέξη baby στο Αγγλικά σημαίνει μωρό, βρέφος, μωρό, μωρό, μωρό, μωράκι, μωρό, μικρός, μωρό, μωρό, μωρουδιακός, μωρουδίστικος, βρεφικός, κανακεύω, παραχαϊδεύω, φέρομαι σαν να είναι μωρό, αγκινάρα baby, μπάνιο μωρού, μπανιέρα μωρού, βρεφικό αφρόλουτρο, νεοσσός, γαλάζιο, γαλάζιος, γαλάζια μάτια, δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετό, περίοδος αύξησης των γεννήσεων, αύξηση των γεννήσεων στις ΗΠΑ μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, μπέιμπι μπούμερ, αγοράκι, αφηρημάδα, αδυναμία συγκέντρωσης της νέας μαμάς, ο μικρότερος αδερφός, ο μικρότερος αδελφός, καροτσάκι, μάρσιπος, μωρουδιακά, καλαμπόκι baby, baby καλαμπόκι, κούκλα μωρό, μικροδείχνω, μικροδείχνω, βρεφική τροφή, κορίτσι, κοριτσάκι, πιάνο με κοντή ουρά, πιάνο με κοντή ουρά, βρεφικό μόνιτορ, ταλκ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αδελφούλα, μικρό βήμα, ομιλία των μωρών, μωρουδιακά, μπεμπεκίστικα, γαλακτίας, τα κιλά της εγκυμοσύνης, μωρομάντηλο, που έχει baby face, γυψοφίλη, μωράκι, μωρό, ασφαλής για μωρά, κάνω κτ ασφαλές για μωρά, προσέχω μωρό, κρατώ μωρό, προσέχω, παιδί της μεταπολεμικής γενιάς, υγιέστατο αγοράκι, υγιέστατο κοριτσάκι, καρότσι, καροτσάκι, ημιπίθηκος, κλαψιάρης, είμαι κλαψιάρης, ξεγεννάω, ξεγεννώ, μπιμπερό, βρεφικό γάλα φόρμουλα, γάλα φόρμουλα, γεννάω, γεννώ, κάνω παιδί, κάνω μωρό, ζελεδάκι, μικρό δάχτυλο, πρόωρο βρέφος, σύνδρομο του απότομου τραντάγματος, καυτή πατάτα, παιδί του σωλήνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης baby
μωρό, βρέφοςnoun (infant child) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The baby was born on Tuesday. Το μωρό (or: βρέφος) γεννήθηκε την Τρίτη. |
μωρόnoun (newborn animal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cow suckled her baby. Η αγελάδα βύζαξε το μωρό της. |
μωρόnoun (youngest child) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) With three older brothers, he was the baby of the family. Με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς, αυτός ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας. |
μωρό, μωράκιnoun (informal (sweetheart, partner) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) After the dance, my baby and I walked along the sand. Μετά τον χορό, το μωρό μου και εγώ περπατήσαμε στην άμμο. |
μωρόnoun (slang, potentially offensive (attractive woman) (ενδεχομένως προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) What's your name, baby? Ποιο είναι το όνομά σου, μωρό; |
μικρόςadjective (figurative, informal (small) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He had a sore ankle and could only take baby steps. |
μωρόnoun (figurative, pejorative (childish person) (σε παρομοίωση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stop crying! Don't be such a baby! Σταμάτα να κλαις! Μην κάνεις σα μωρό! |
μωρόnoun (figurative, slang (beloved creation) (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I built this car myself - it's my baby! |
μωρουδιακός, μωρουδίστικος, βρεφικόςnoun as adjective (for a baby) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The woman was buying baby clothes. |
κανακεύω, παραχαϊδεύωtransitive verb (treat gently) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She went to the spa, where the staff would pamper and baby her. Πήγε στο σπα, όπου το προσωπικό την περιποιούνταν πάρα πολύ και την κανάκευε (or: παραχάιδευε). |
φέρομαι σαν να είναι μωρόtransitive verb (disapproving (treat like a child) (αρνητικό: σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I wish my parents would stop babying me. Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να μου φέρονται σαν να είμαι μωρό. |
αγκινάρα babynoun (vegetable) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is difficult to find a good recipe that uses baby artichokes. |
μπάνιο μωρού, μπανιέρα μωρούnoun (small bathtub for baby) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Babies must never be left alone in a baby bath. Τα μωρά δεν πρέπει να αφήνονται ποτέ μόνα τους στην παιδική μπανιέρα. |
βρεφικό αφρόλουτροnoun (bubblebath for babies) |
νεοσσόςnoun (very young bird) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γαλάζιοnoun (pale blue colour) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She painted the nursery a gorgeous baby blue. |
γαλάζιοςadjective (pale blue in colour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλάζια μάτιαplural noun (informal, figurative (blue eyes) Sinatra was famous for his baby blues. |
δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετόplural noun (informal, UK (postnatal sadness) (σε νέες μητέρες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περίοδος αύξησης των γεννήσεωνnoun (period of increase in births) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αύξηση των γεννήσεων στις ΗΠΑ μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμοnoun (post-World War II) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπέιμπι μπούμερnoun (informal (person born between '46 and '65) (ξενικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αγοράκιnoun (male infant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αφηρημάδα, αδυναμία συγκέντρωσης της νέας μαμάςnoun (humorous, informal (forgetfulness in new mother) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ο μικρότερος αδερφός, ο μικρότερος αδελφόςnoun (youngest male sibling) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καροτσάκιnoun (pram) (για μωρό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Old-fashioned baby carriages are beautiful, but they're not very practical. Τα παλιομοδίτικα καροτσάκια είναι πανέμορφα, αλλά δεν είναι πολύ πρακτικά. |
μάρσιποςnoun (wearable device) (για μωρό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μωρουδιακάplural noun (garments for infants) (ρούχα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He will soon grow out of his baby clothes. |
καλαμπόκι baby, baby καλαμπόκιnoun (miniature ears of maize) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κούκλα μωρόnoun (doll resembling a baby) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μικροδείχνωnoun (child-like facial features) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She has such a baby face, you'd never guess she was in her thirties. |
μικροδείχνωnoun (informal ([sb] with a child-like face) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Without that beard, you can clearly see that he's a baby face. |
βρεφική τροφή(mashed food) |
κορίτσι, κοριτσάκιnoun (female infant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) After seven grandsons, she was happy to have a baby girl in the family. |
πιάνο με κοντή ουράnoun (informal, abbreviation (baby grand piano) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) She played waltzes on the baby grand in the parlor. |
πιάνο με κοντή ουράnoun (small three-legged piano) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) There was a baby grand piano in the living room. |
βρεφικό μόνιτορnoun (baby safety device) |
ταλκnoun (talc for babies) Baby powder is a good remedy for diaper rash. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (US (gift-giving party for unborn baby) Jana had to leave the baby shower early to go to the hospital. |
αδελφούλαnoun (youngest female sibling) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I was ten when my baby sister was born. |
μικρό βήμαnoun (figurative (small step) |
ομιλία των μωρώνnoun (infantile speech) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Linguists study baby talk to discover how we acquire language. |
μωρουδιακά, μπεμπεκίστικαnoun (adult imitation) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) We never used baby talk when talking to our children. |
γαλακτίαςnoun (milk tooth) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My husband is 58, but he still has one baby tooth where a permanent tooth never grew. Children start to lose their baby teeth at about age six. |
τα κιλά της εγκυμοσύνηςnoun (extra weight after pregnancy) |
μωρομάντηλοnoun (often plural (moist tissue for cleaning a baby) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που έχει baby faceadjective (child-like, cute face) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυψοφίληnoun (colloquial (flowering plant: Gypsophila) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μωράκι, μωρόnoun (informal (term of endearment for a woman) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασφαλής για μωράadjective (safe for babies) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κάνω κτ ασφαλές για μωράtransitive verb (make safe for babies) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσέχω μωρό, κρατώ μωρόintransitive verb (watch over [sb] else's child) When I was a teenager, I used to babysit to make some money. Paul and I are going out to dinner tonight, so we've asked the children's auntie to babysit. Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα. |
προσέχωtransitive verb (watch over: [sb] else's child) (μωρό ή παιδί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I asked my mother to babysit Tom for me so that I could work an extra shift. |
παιδί της μεταπολεμικής γενιάςnoun (often capitalized, informal, abbreviation (baby boomer) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) My parents are boomers, both born in 1950. |
υγιέστατο αγοράκιnoun (informal, figurative (healthy newborn male) Congratulations! You've just given birth to a bouncing baby boy. |
υγιέστατο κοριτσάκιnoun (informal, figurative (healthy newborn female) |
καρότσι, καροτσάκιnoun (child's pushchair) (για παιδί, μωρό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sarah and Ian took their newborn out for a stroll in a buggy. Η Σάρα και ο Ίαν έβγαλαν το νεογέννητο μωρό τους βόλτα με το καροτσάκι. |
ημιπίθηκοςnoun (African mammal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλαψιάρηςnoun (informal ([sb] who weeps easily) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jackie can't go one day without sobbing; she's such a crybaby! |
είμαι κλαψιάρηςintransitive verb (US, informal (weep easily) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεγεννάω, ξεγεννώverbal expression (assist a woman to give birth) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπιμπερόnoun (infant's feeding receptacle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nina is breast-fed, so her baby bottle is always filled with water. |
βρεφικό γάλα φόρμουλα, γάλα φόρμουλαnoun (liquid food for babies) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γεννάω, γεννώverbal expression (give birth) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Apollo Hospital is the safest and best place to have a baby. |
κάνω παιδί, κάνω μωρόverbal expression (become parents) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My good friend told me that he and his wife plan to have a baby soon. |
ζελεδάκιnoun (UK, ® (soft gelatine sweet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We munched our way through an entire bag of Jelly Babies. |
μικρό δάχτυλοnoun (US, informal (smallest toe) |
πρόωρο βρέφοςnoun (baby born early) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A premature baby born before 24 weeks is unlikely to survive. |
σύνδρομο του απότομου τραντάγματοςnoun (brain damage to an infant caused by shaking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καυτή πατάταnoun (figurative, offensive! (sticky situation) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παιδί του σωλήναnoun (informal (person: conceived in-vitro) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Test-tube babies are common these days. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του baby στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του baby
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.