Τι σημαίνει το fear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fear στο Αγγλικά.

Η λέξη fear στο Αγγλικά σημαίνει φοβάμαι, φόβος, φόβος, φόβος, φόβος, σεβασμός, είμαι θεοσεβούμενος, φόβος για κτ, φοβάμαι για την ζωή μου, φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου, φοβισμένος, τρομαγμένος, μην τυχόν, από φόβο ότι, από φόβο μην, δικαίωμα στην ασφάλεια, τρομαγμένα,φοβισμένα, από φόβο για, μη φοβάσαι, μην ανησυχείς, με την καμία, δεν υπάρχει, φοβία, ψυχαναγκαστικός φόβος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fear

φοβάμαι

transitive verb (be afraid of) (έχω φόβο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fear that they were in an accident.
Ανησυχώ μήπως είχαν κάποιο ατύχημα.

φόβος

noun ([sth] causing dread)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Parents' fears often keep them awake at night.
Ο φόβος των γονιών πολλές φορές δεν τους αφήνει να κοιμηθούν τα βράδια.

φόβος

noun (fright)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You could see the fear on his face.
Μπορούσες να δεις τον φόβο στο πρόσωπό του.

φόβος

noun (apprehension)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He suffered from a fear of failure all his life.
Υπέφερε από τον φόβο της αποτυχίας όλη του τη ζωή.

φόβος

noun (instance of emotion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She felt the fear fade away.
Ένιωσε τον φόβο να φεύγει.

σεβασμός

noun (awe)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They lived in fear of God.
Ζούσαν νιώθοντας δέος για τον Θεό τους.

είμαι θεοσεβούμενος

transitive verb (have awe of)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
We all fear God in this community.
΄Ολοι νιώθουμε δέος για τον Θεό σε αυτή την κοινωνία.

φόβος για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (worry about the loss of)

φοβάμαι για την ζωή μου

verbal expression (think you are likely to die)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He feared for his life when the robber drew a gun.

φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου

verbal expression (worry you are going insane)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φοβισμένος, τρομαγμένος

adjective (frightened)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μην τυχόν

expression (being afraid of)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She didn't pick up her friend's new baby for fear of dropping it.

από φόβο ότι, από φόβο μην

conjunction (fearing that)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She stayed home all week for fear that she would catch the swine flu.

δικαίωμα στην ασφάλεια

noun (no threat of war)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One of Roosevelt's famous "four freedoms" was freedom from fear.

τρομαγμένα,φοβισμένα

adverb (with terror)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The dog shrinks away in fear whenever someone raises their voice.

από φόβο για

adverb (from terror)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dog shivered in fear when the fireworks went off.

μη φοβάσαι, μην ανησυχείς

interjection (do not worry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Never fear! Superdog is here!

με την καμία, δεν υπάρχει

interjection (informal (certainly not, never) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me, take up ski jumping? No fear of that happening!
Εγώ να κάνω ski jumping; Με την καμία!

φοβία, ψυχαναγκαστικός φόβος

noun (phobia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.