Τι σημαίνει το banner στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης banner στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του banner στο Αγγλικά.
Η λέξη banner στο Αγγλικά σημαίνει πανό, πανό, σημαία, banner, μπάνερ, τίτλος, λάβαρο, καταπληκτικός, άριστος, υψώνω το λάβαρο, διαφήμιση με μπάνερ, πρωτοσέλιδο, άριστη επίδοση, έξοχη απόδοση, έξοχη χρονιά, η αστερόεσσα σημαία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης banner
πανόnoun (cloth sign fixed in place) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The Italian restaurant on the corner put up a new banner. Το ιταλικό εστιατόριο στη γωνία έβαλε νέο πανό. |
πανόnoun (sign carried in procession) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The gay rights group carried banners at the parade. Η ομάδα για τα δικαιώματα των γκέι κουβαλούσε πανό στην παρέλαση. |
σημαίαnoun (flag of nation, etc.) (χώρα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The army could see explosions light up the night sky above their national banner. Ο στρατός έβλεπε τις εκρήξεις που φώτιζαν το νυχτερινό ουρανό πάνω από την εθνική τους σημαία. |
banner, μπάνερnoun (webpage feature) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Surprisingly, the website's colorful new banner was designed by an amateur. Προκαλεί έκπληξη που το νέο, πολύχρωμο μπάνερ στην ιστοσελίδα σχεδιάστηκε από έναν ερασιτέχνη. |
τίτλοςnoun (headline) (εφημερίδα, περιοδικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Have you seen today's front-page banner? Έχεις δει το σημερινό πρωτοσέλιδο; |
λάβαροnoun (figurative (representation of belief) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The conservative politician is flying his pro-war banner once again. |
καταπληκτικός, άριστοςnoun as adjective (US, figurative (excellent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This has been a banner year for Apple. |
υψώνω το λάβαροtransitive verb (display, proclaim prominently) (μεταφορικά: με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The newspapers bannered the announcement on their front pages. |
διαφήμιση με μπάνερnoun (advert on web page) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρωτοσέλιδοnoun (newspaper: main title) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Today's banner headline was "Health Care Reform!" in letters four inches high. |
άριστη επίδοση, έξοχη απόδοσηnoun (US (excellent performance) |
έξοχη χρονιάnoun (US (excellent year) |
η αστερόεσσα σημαίαnoun (national anthem of United States) (εθνικός ύμνος των Η.Π.Α.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του banner στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του banner
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.