Τι σημαίνει το standard στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης standard στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του standard στο Αγγλικά.

Η λέξη standard στο Αγγλικά σημαίνει προδιαγραφή, επίπεδο, κανονικός, απλός, μέσος, ήθος, τυπικός, συνήθης, συνήθης, επίσημος, επίσημος, σύνηθες, αναμενόμενο, διαχρονική επιτυχία, σημαία, πρότυπο, υπόδειγμα, χαμηλότερος από τις απαιτήσεις, σε κάθε περίπτωση, κεντρική χειμερινή ώρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δύο μέτρα και δύο σταθμά, Ανατολική Ζώνη ώρας, στην Ανατολική Ζώνη ώρας, Ανατολική Επίσημη Ώρα, λάμπα δαπέδου, χρυσός κανόνας, κανόνας χρυσού, χρυσός κανόνας, υψηλό βιοτικό επίπεδο, βιοτικό επίπεδο, τυπική ορεινή ώρα, MST, άτυπος, Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού, Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού, Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση, σνάουτσερ, σημαιοφόρος, εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, τυπική συμπεριφορά, μέση/συνήθης τιμή, πάγια έκπτωση, τυπική απόκλιση, στερεότυπη δήλωση αποποίησης ευθύνης, τυπικό σφάλμα, τυποποιημένη μορφή, κοινό πλάτος/εύρος ράγας, επίσημη γλώσσα/διάλεκτος, καθιερωμένη φροντίδα, βιοτικό επίπεδο, τυποποιημένη διαδικασία, πρότυπη διαδικασία, πουντλ μεγάλου μεγέθους, κανίς μεγάλου μεγέθους, τυποποιημένοι όροι, επίσημη ώρα, πρότυπη ώρα, ο συνήθης χρόνος που απαιτείται, συνηθισμένος, καθιερωμένος, υπεύθυνος καθορισμού προτύπων, καλούτσικος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης standard

προδιαγραφή

noun (criterion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The building standards in California require strength against earthquakes.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αυτοκίνητο είναι κατασκευασμένο με βάση τα γερμανικά στάνταρ.

επίπεδο

noun (level of quality)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You must do the work to a high standard.
Η δουλειά σου πρέπει να γίνει με υψηλά στάνταρ.

κανονικός, απλός, μέσος

adjective (normal, average)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is just a standard hammer - nothing special.
Ένα κανονικό (or: απλό) σφυρί είναι, τίποτα το ιδιαίτερο.

ήθος

plural noun (morals, ethics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The politician was not known for his high standards.
Ο πολιτικός δεν φημιζόταν για τις υψηλές του αξίες.

τυπικός, συνήθης

adjective (widely recognized and used)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A litre is a standard unit of measure.
Το λίτρο είναι μια πρότυπη μονάδα μέτρησης.

συνήθης

adjective (customary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The standard way of doing things didn't apply to this problem.
Η συνήθης προσέγγιση δεν ισχύει για αυτό το πρόβλημα.

επίσημος

adjective (language: officially accepted usage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The children are required to use standard English in class - no slang.

επίσημος

adjective (of recognized quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is the standard textbook for students wanting to attain an advanced level of English.

σύνηθες, αναμενόμενο

noun (normal rate)

100 pieces per hour is the standard for this type of work.
Για αυτού του είδους τη δουλειά, ο συνήθης ρυθμός είναι 100 κομμάτια την ώρα.

διαχρονική επιτυχία

noun (enduringly popular piece of music)

That song is an old standard.

σημαία

noun (military flag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldier raised the standard high.

πρότυπο, υπόδειγμα

noun (accepted example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You should use this as the standard to work to.

χαμηλότερος από τις απαιτήσεις

adjective (inferior to expectations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sorry, we're going to fire you. Your work has been below standard.

σε κάθε περίπτωση

adverb (by no matter what measure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κεντρική χειμερινή ώρα

noun (time zone) (ζώνη ώρας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (initialism (Central Standard Time)

δύο μέτρα και δύο σταθμά

noun (principle applied unfairly)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's another instance of the double standard that praises promiscuous men and denigrates promiscuous women.

Ανατολική Ζώνη ώρας

noun (standard time in eastern US)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στην Ανατολική Ζώνη ώρας

adverb (at standard time in eastern US)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ανατολική Επίσημη Ώρα

noun (initialism (Eastern Standard Time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Midday EST is 5 pm GMT.
12:00 μ.μ. EST (or: Ανατολική Επίσημη Ώρα) σημαίνει 5 μ.μ GMT.

λάμπα δαπέδου

noun (standing lamp)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρυσός κανόνας, κανόνας χρυσού

noun (historical (law: monetary system)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χρυσός κανόνας

noun (figurative (supreme example of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υψηλό βιοτικό επίπεδο

noun (material comfort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιοτικό επίπεδο

(level of comfort in everyday life)

τυπική ορεινή ώρα

noun (7 hours behind Greenwich Mean Time) (ζώνη ώρας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

MST

noun (initialism (Mountain Standard Time) (ζώνη ώρας)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άτυπος

adjective (not conventional or normal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού

noun (8 hours behind Greenwich Mean Time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού

noun (initialism (Pacific Standard Time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση

noun (written, initialism (Revised Standard Version)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σνάουτσερ

noun (breed of German dog) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σημαιοφόρος

noun (military: person who carries a flag)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

noun (figurative (person who represents [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

τυπική συμπεριφορά

noun (what is normally done)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέση/συνήθης τιμή

noun (usual or average price)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάγια έκπτωση

noun (amount of tax-deductible income) (φορολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τυπική απόκλιση

noun (amount of variability)

στερεότυπη δήλωση αποποίησης ευθύνης

noun (statement of non-responsibility)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τυπικό σφάλμα

noun (statistics: deviation, variance) (στατιστική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τυποποιημένη μορφή

noun (concise format for large numbers) (μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινό πλάτος/εύρος ράγας

noun (normal width of railway track)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίσημη γλώσσα/διάλεκτος

noun (official dialect)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθιερωμένη φροντίδα

noun (expected course of medical treatment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιοτικό επίπεδο

noun (degree of material comfort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I lost my job, my standard of living plummeted.

τυποποιημένη διαδικασία, πρότυπη διαδικασία

noun (normal working practice) (έμφαση στην τυποποίηση)

πουντλ μεγάλου μεγέθους, κανίς μεγάλου μεγέθους

noun (breed of domestic dog)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυποποιημένοι όροι

plural noun (usual conditions applied to [sth])

επίσημη ώρα, πρότυπη ώρα

noun (official time zone)

ο συνήθης χρόνος που απαιτείται

noun (usual period required to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The standard time to approve a visa is 6 weeks.

συνηθισμένος, καθιερωμένος

adjective (typically given)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπεύθυνος καθορισμού προτύπων

noun (person: establishes norm, levels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλούτσικος

adjective (acceptably good)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του standard στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του standard

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.