Τι σημαίνει το banking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης banking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του banking στο Αγγλικά.

Η λέξη banking στο Αγγλικά σημαίνει τραπεζικός τομέας, το επάγγελμα του τραπεζίτη, ανάχωμα, τράπεζα, όχθη, πλαγιά, ανάχωμα, ταινία, πίνακας, μπάνκα, τράπεζα, σειρά, στροφή, κύρτωμα, στρίβω, υπολογίζω, βασίζομαι, έχω λογαριασμό, καταθέτω, βάζω στην άκρη, σωριάζω, καλύπτω, σκεπάζω, τραπεζικός λογαριασμός, δικηγόρος εξειδικευμένος στα χρηματοοικονομικά, ΑΤΜ, τραπεζικές συναλλαγές, τραπεζικός τομέας, τραπεζικές συναλλαγές σε πολλά υποκαταστήματα, επιχειρηματική τραπεζική, εταιρική τραπεζική, επενδυτική τραπεζική, online banking. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης banking

τραπεζικός τομέας

noun (business of banks)

Banking as an industry is struggling right now.

το επάγγελμα του τραπεζίτη

noun (profession of a banker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Banking is a difficult career path, but it can be very lucrative.

ανάχωμα

noun (embankment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elizabeth climbed up the banking after swimming in the river.

τράπεζα

noun (financial institution) (εμπορική, κατάστημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need to go to the bank to withdraw money today.
Πρέπει να πάω στην τράπεζα για να αποσύρω χρήματα σήμερα.

όχθη

noun (land at river's edge) (ποταμού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We took our lunch and sat down on the bank of the river.
Πήραμε το φαγητό μας και καθίσαμε στην όχθη του ποταμού.

πλαγιά

noun (hillside: slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The water flowed down the bank and into the stream.
Το νερό κύλισε από την πλαγιά μέσα στο ρέμα.

ανάχωμα

noun (ridge of snow) (από χιόνι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The car skidded off the road and stopped in a snow bank.
Το αυτοκίνητο γλίστρησε έξω από τον δρόμο και σταμάτησε σε ένα ανάχωμα από χιόνι.

ταινία

noun (mass of cloud) (επίσημο: μετεωρολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you see that bank of clouds over there?

πίνακας

noun (panel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bank of switches for controlling the lighting is over there.
Ο πίνακας με τους διακόπτες για τα φώτα είναι εκεί πέρα.

μπάνκα

noun (gambling house) (ζαργκόν: τυχερό παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Over the long term in gambling, the bank always wins.

τράπεζα

noun (place for blood donation) (αίματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She donated her blood to the blood bank.

σειρά

noun (US (group of elevators) (από ασανσέρ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a bank of elevators that go to the upper floors.

στροφή

noun (aviation: turn, dip) (αλλαγή κατεύθυνσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fighter plane's bank to the left allowed it to avoid the mountain.

κύρτωμα

noun (inclined turn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She leaned her motorcycle into the sharp bank of the curve.
Έγειρε τη μηχανή της στο πιο απότομο κύρτωμα της στροφής.

στρίβω

intransitive verb (turn by tilting: plane, bike)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The driver banked around the corner without slowing down much. The plane banked to begin its descent.

υπολογίζω, βασίζομαι

(figurative (rely, bet) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm banking on the stock market recovering; otherwise I won't have enough retirement funds.

έχω λογαριασμό

(have an account with: a bank) (σε τράπεζα)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He banks at Citibank.
Έχει λογαριασμό στη Citibank.

καταθέτω

transitive verb (deposit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll bank the day's receipts.

βάζω στην άκρη

transitive verb (colloquial (save) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She banked the money that she won in the lottery instead of spending it.

σωριάζω

transitive verb (mound up) (δημιουργώ ανάχωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When planting the seedlings, you should bank soil around their roots.

καλύπτω, σκεπάζω

(fire: cover) (τη φωτιά με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bank the fire with sand before you go into your tent.
Κάλυψε τη φωτιά με άμμο πριν μπεις στη σκηνή σου.

τραπεζικός λογαριασμός

noun (money kept in a bank)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A debit card takes money directly from your bank account.
Οι χρεωστικές κάρτες τραβούν χρήματα κατευθείαν από τον τραπεζικό σου λογαριασμό.

δικηγόρος εξειδικευμένος στα χρηματοοικονομικά

noun (US (finance lawyer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Large and complex loans usually require the services of a banking attorney.

ΑΤΜ

noun (Can, formal (ATM, cashpoint)

I was unable to withdraw money because the banking machine was out of order.

τραπεζικές συναλλαγές

plural noun (bank's work)

The banking operations were disrupted due to the employee strike.

τραπεζικός τομέας

noun (finance institutions)

τραπεζικές συναλλαγές σε πολλά υποκαταστήματα

noun (multi-office banking)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επιχειρηματική τραπεζική, εταιρική τραπεζική

noun (commercial finance) (τραπεζική, οικονομικά)

επενδυτική τραπεζική

noun (type of financial service)

online banking

noun (access to bank via internet)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Online banking certainly makes bill paying much faster and cheaper than before. I don't receive paper statements any more now I've got internet banking

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του banking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του banking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.