Τι σημαίνει το battre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης battre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του battre στο Γαλλικά.

Η λέξη battre στο Γαλλικά σημαίνει νικώ, κερδίζω, κουνάω, κουνώ, νικάω, κερδίζω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπάω, παίζω, σφυρηλατώ, χτυπάω, κουνάω, κουνώ, αλωνίζω, υπερνικώ, παίζω έναν ρυθμό, κτυπώ ρυθμό, επικρατώ, νικώ αναπάντεχα, νικώ απροσδόκητα, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, δέρνω, χτυπάω δυνατά, φέρω, νικώ, κερδίζω, ξεκάνω, χτυπάω, χτυπώ, σκοράρω περισσότερο, χτυπάω, νικάω, κερδίζω, ανακατεύω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, σφυροκοπώ, υπερνικώ, νικώ, κυριεύω, καταλαμβάνω, χτυπάω, χτυπώ, νικώ, θριαμβεύω, νικώ, κατατροπώνω, χτυπάω, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αντιμετωπίζω, παλεύω, σνομπάρω, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, πάλλομαι, αδιαφορώ, περιφρονώ, μπουνίδι, παλεύω, μάχομαι, υποστηρίζω, φτερουγίζω, πεταρίζω, αποτυγχάνω, ανακατεύω ξανά, δυσκολεύομαι, ρίχνω κάτω, κάνω σκόνη, σε πλήρη δράση, Κόφτε το!, φοβερός, φοβερός αγώνας, παλεύω με κτ, πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ, πλακώνομαι με κπ, σπάω το ρεκόρ, τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα, δίνω μάχη, αγωνίζομαι με νύχια και με δόντια, αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω, ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά, δίνω δεκάρα, δίνω μία, ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, είμαι από τους καλύτερους, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, καταρρίπτω ένα ρεκόρ, παλεύω, πάλλομαι, δονούμαι, κάνω σκιαμαχία, φτερουγίζω, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, παλεύω με κπ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, νικώ, κατατροπώνω, πολεμάω, μάχομαι, παλεύω για κτ, παλεύω, αγωνίζομαι, σε φυγή, που δεν αντιστέκεται, αποτυχημένος, χτύπημα, σπάω το ρεκόρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης battre

νικώ, κερδίζω

(Jeu, Sports)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont battu l'équipe adverse 3 à 2.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η εθνική μας ομάδα συνέτριψε τους αντίπαλούς της στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

κουνάω, κουνώ

verbe transitif (des ailes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chauve-souris battait des ailes.
Η νυχτερίδα κουνούσε τα φτερά της.

νικάω, κερδίζω

verbe transitif (vaincre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe de Liverpool devrait battre ses adversaires sans l'ombre d'un problème.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πρωταθλητές νίκησαν τους διεκδικητές του τίτλου.

χτυπάω

verbe transitif (Cuisine : des œufs,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour faire des œufs brouillés, il faut d'abord battre les œufs.
Προτού φτιάξεις ομελέτα, πρέπει να χτυπήσεις τα αυγά.

χτυπάω

verbe transitif (les ailes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un oiseau-mouche bat des ailes de nombreuses fois par seconde.
Τα κολιμπρί χτυπούν τα φτερά τους πολλές φορές το δευτερόλεπτο.

χτυπάω

verbe intransitif (cœur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le docteur vérifia si le cœur de l'homme battait toujours.

χτυπάω

verbe intransitif (ailes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les ailes de l'aigle ne battaient pas pendant qu'il planait dans les airs.

παίζω

verbe transitif (Musique) (μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le batteur a battu la mesure sur la grosse caisse.

σφυρηλατώ

verbe transitif (le métal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut battre le fer tant qu'il est encore chaud.

χτυπάω

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge a condamné Willis à cinq ans de prison pour avoir frappé sa victime à coups de batte de base-ball.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

κουνάω, κουνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose agitait un torchon, tentant de chasser la fumée de la cuisine.

αλωνίζω

verbe transitif (le grain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερνικώ

(λόγω εξυπνάδας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω έναν ρυθμό

(le tempo)

Rufus s'est mis à battre le tempo à la batterie.

κτυπώ ρυθμό

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le percussionniste battit un rythme, puis l'orchestre commença à jouer.

επικρατώ

verbe transitif (με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le parti de centre droit a battu les socialistes aux dernières élections.
Το κεντροδεξιό κόμμα επικράτησε των Σοσιαλιστών στις τελευταίες εκλογές.

νικώ αναπάντεχα, νικώ απροσδόκητα

verbe transitif

L'équipe du village battit les favoris 2 à 1.
Η ομάδα από τη μικρή πόλη νίκησε απροσδόκητα το φαβορί με 2-1.

κουνάω, κουνώ

verbe transitif indirect (des ailes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'oiseau a battu des ailes pour essayer de s'envoler.
Το πουλί κούνησε τα φτερά του σε μια προσπάθεια να πετάξει μακριά.

χτυπάω, δέρνω

verbe transitif (une femme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La femme de cet homme a été battue des années avant de demander enfin de l'aide.
Ο σύζυγος της γυναίκας την έδερνε για χρόνια μέχρι που τελικά ζήτησε βοήθεια.

χτυπάω δυνατά

verbe intransitif (cœur)

James avait couru très vite et son cœur battait à tout rompre.
Ο Τζέιμς έτρεχε γρήγορα και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.

φέρω

(Marine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le fort battait pavillon britannique.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα πλοία υπό γαλλική σημαία, δεν έχουν άδεια να προσεγγίσουν αυτό το λιμάνι.

νικώ, κερδίζω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après s'être entraîné tous les jours, Marc a battu sa sœur au tennis.
Μετά από καθημερινή προπόνηση, ο Μαρκ τα πήγε καλύτερα από την αδελφή του στον τελευταίο τους αγώνα τένις.

ξεκάνω

verbe transitif (un adversaire) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le boxeur a battu son adversaire en seulement deux rounds.
Ο πυγμάχος ξέκανε τον αντίπαλό του σε δύο μόλις γύρους.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (επίμονα, συνεχόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Χαλάζι χτυπούσε τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.

σκοράρω περισσότερο

(marquer plus de points)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χτυπάω

verbe transitif (Cuisine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'a fallu longtemps pour battre les œufs en meringue.
Μου πήρε αρκετή ώρα να χτυπήσω τα ασπράδια σε μαρέγκα.

νικάω, κερδίζω

verbe transitif (compétition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dannii a battu la concurrence pour gagner le prix.
Ο Ντάνι υπερίσχυσε των ανταγωνιστών του και κέρδισε το βραβείο.

ανακατεύω

verbe transitif (les cartes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le donneur a battu (or: mélangé) les cartes.
Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (vent, vagues,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les vents forts battaient le frêle esquif, qui manqua de se retourner.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les vagues battaient (or: fouettaient) le côté du bateau.

σφυροκοπώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le champion en titre écrase son adversaire.

υπερνικώ, νικώ

(Militaire : un ennemi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous pouvons vaincre les forces armées qui se dressent contre nous !
Μπορούμε να υπερνικήσουμε τις δυνάμεις που είναι εναντίον μας!

κυριεύω, καταλαμβάνω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'armée a envahi les bases ennemies.
Ο στρατός κατέλαβε τις βάσεις του εχθρού.

χτυπάω, χτυπώ

(Cuisine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth a fouetté de la crème pour accompagner le dessert.
Η Ελισάβετ χτύπησε λίγη σαντιγί για να συνοδεύσει το επιδόρπιο.

νικώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θριαμβεύω, νικώ, κατατροπώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παλεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dû se battre contre l'assaillant avec un bâton.
Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο.

παλεύω

(μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a lutté contre le gouvernement et a gagné.
Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε.

αγωνίζομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils vont s'affronter pour le titre de champion du monde poids lourds.

παλεύω, αγωνίζομαι

(figuré) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu dois te battre pour tes droits.

παλεύω, αγωνίζομαι

(figuré) (ενάντια σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est battu contre la nouvelle réglementation.

παλεύω

(Militaire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils se sont battus courageusement contre l'ennemi.

αντιμετωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il se bat contre ses adversaires avec élégance.

παλεύω

(une maladie) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est battu contre le cancer pendant sept ans.

σνομπάρω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après l'incident, tout le monde l'a snobée.

υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon pied palpite dès que je me lève.

αδιαφορώ, περιφρονώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après l'incident, tout le monde l'a snobée.

μπουνίδι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παλεύω, μάχομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Renoir a lutté contre une arthrite rhumatoïde grave durant les vingt-cinq dernières années de sa vie.

υποστηρίζω

(άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι θέσεις του κόμματος είναι η δίκαιη αμοιβή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

φτερουγίζω, πεταρίζω

(cœur) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le cœur de Jared a palpité quand il a appris la nouvelle.
α

αποτυγχάνω

(négociations,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le syndicat a appelé à la grève après que les négociations ont échoué au sujet des retraites.
Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης.

ανακατεύω ξανά

(les cartes)

δυσκολεύομαι

(figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John pataugeait littéralement lors de sa première journée de travail.

ρίχνω κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il terrassa son adversaire en voulant rattraper la balle.
Ο ποδοσφαιριστής έριξε κάτω τον αντίπαλό του ενώ πήγαινε να κλέψει την μπάλα.

κάνω σκόνη

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε πλήρη δράση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La fête battait son plein quand je suis arrivé, tout le monde s'amusait.

Κόφτε το!

interjection

φοβερός

(familier) (αρνητικά ή θετικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai vu beaucoup de tableaux, mais celui-là, il est au-dessus du lot.

φοβερός αγώνας

locution verbale (εμφατικός τύπος)

παλεύω με κτ

Il s'est battu des années contre le cancer des poumons avant de succomber.

πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack s'est battu avec un autre garçon et maintenant, il a un œil au beurre noir.

πλακώνομαι με κπ

(αργκό)

John s'est bien battu (or: castagné) avec Joe : maintenant les deux sont à l'hôpital.

σπάω το ρεκόρ

locution verbale

τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω μάχη

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγωνίζομαι με νύχια και με δόντια

verbe pronominal (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais me battre bec et ongles pour me faire un nom en tant qu'acteur.

αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ma fille était tellement fatiguée qu'elle n'a opposé aucune résistance quand elle a dû aller faire sa sieste. Il a opposé une résistance farouche, mais son adversaire était le plus fort.
Αγωνίστηκε γερά αλλά ο αντίπαλος ήταν δυνατότερος.

ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut battre les cartes avant de commencer une partie de poker.

δίνω δεκάρα, δίνω μία

(vulgaire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'en ai rien à foutre de ce que tu penses.
Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι.

ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les voleurs ont battu l'homme à mort pour lui dérober son portefeuille.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή

(vulgaire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sally a dit qu'elle s'en foutait complètement de ce que faisait son ex-mari infidèle de son temps.

είμαι από τους καλύτερους

locution verbale (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταρρίπτω ένα ρεκόρ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παλεύω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Son frère et lui se battaient dans la boue.
Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα.

πάλλομαι, δονούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σκιαμαχία

(προπόνηση χωρίς αντίπαλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτερουγίζω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les poulets battaient des ailes en descendant du poulailler.
Το κοτόπουλο φτερούγισε προς τα κάτω από την κορυφή του κοτετσιού.

πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά

(figuré) (μεταφορικά: με γενική)

Il s'est battu en vain contre les fermetures d'usine.

παλεύω με κπ

αντιστέκομαι σε κτ/κπ

νικώ, κατατροπώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πολεμάω, μάχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon grand-père s'est battu pour son pays lors de la Seconde Guerre mondiale.

παλεύω για κτ

(physiquement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les joueurs se sont disputé la balle.

παλεύω, αγωνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σε φυγή

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'ennemi bat maintenant en retraite grâce à notre offensive réussie.

που δεν αντιστέκεται

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'employé décida de ne pas accepter son renvoi sans se battre, jurant de poursuivre son employeur.

αποτυχημένος

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χτύπημα

(des œufs) (μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπάω το ρεκόρ

locution verbale (για κτ ή με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του battre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του battre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.