Τι σημαίνει το duty στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης duty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του duty στο Αγγλικά.
Η λέξη duty στο Αγγλικά σημαίνει υποχρέωση, καθήκον, δασμός, υπηρεσία, υπερβάλλων ζήλος, καθήκον, η φωνή του καθήκοντος, τελωνειακός δασμός, αφοσίωση στο καθήκον, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, κύκλος λειτουργίας, αφορολόγητος, αδασμολόγητος, ηθικά υποχρεωμένος, του κύκλου λειτουργίας, αδασμολόγητα είδη, αφορολόγητα είδη, κατάστημα αφορολόγητων, σκοπιά, μεγάλης αντοχής, εντατικής χρήσης, βαρυσήμαντος, στο καθήκον, υπηρεσία ως ένορκος, εκτός υπηρεσίας, εκτός υπηρεσίας, σε ενεργό υπηρεσία, που έχει υπηρεσία, εν υπηρεσία, παρουσιάζομαι, διάκριση καθηκόντων, διάκριση αρμοδιοτήτων, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, φόρος χαρτοσήμου, θητεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης duty
υποχρέωσηnoun (moral obligation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is your duty to vote. Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις. |
καθήκονnoun (often plural (job, function) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) One of my duties as manager is to lead team meetings. |
δασμόςnoun (tax) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The country had an import duty on all electronics. Η χώρα είχε φόρο εισαγωγής για όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές. |
υπηρεσίαnoun (military: assignment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Report to duty at 0600 hours. |
υπερβάλλων ζήλοςexpression (more than required) (επιδεικνύω) He was honored for performing above and beyond the call of duty. |
καθήκον(military) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η φωνή του καθήκοντοςnoun (responsibilities) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Sirens wailed as the firefighters responded to the call of duty. |
τελωνειακός δασμόςnoun (law: tax on imports) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is a standard 15% customs duty on every imported item except medicines. |
αφοσίωση στο καθήκονnoun (professional dedication) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The police chief praised the lieutenant for his devotion to duty. |
κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μουverbal expression (fulfil responsibilities) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You should do your duty as a responsible citizen of this country. |
κύκλος λειτουργίαςnoun (electrical power output) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αφορολόγητος, αδασμολόγητοςadjective (law: exempt from customs tax) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Airports are a great place to do some duty-free shopping. |
ηθικά υποχρεωμένοςadjective (obliged) |
του κύκλου λειτουργίαςadjective (electrical power: intermittent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδασμολόγητα είδη, αφορολόγητα είδηplural noun (merchandise free of customs tax) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Duty-free goods can be purchased only by those who are over 18 years of age. |
κατάστημα αφορολόγητωνnoun (UK (airport: untaxed goods store) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) You must show your boarding pass at the checkout counter of the duty-free shop. |
σκοπιά(military) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγάλης αντοχήςadjective (strong) (δεν καταστρέφεται) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These heavy-duty plastic bags cannot be ripped or torn easily. Morphine is a heavy-duty pain reliever. Η μορφίνη είναι ένα δυνατό παυσίπονο. |
εντατικής χρήσηςadjective (intensive) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
βαρυσήμαντοςadjective (prominent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο καθήκονexpression (while doing a job) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The fireman was injured in the line of duty. |
υπηρεσία ως ένορκοςnoun (service on a court jury) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jury duty might seem like a break from work, but really it's very boring. |
εκτός υπηρεσίαςadjective (not working) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fortunately, an off-duty policeman was there and detained the thief. |
εκτός υπηρεσίαςadverb (outside work hours) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Most police in the U.S. carry weapons when off duty. // I take dance lessons during my time off duty. |
σε ενεργό υπηρεσίαexpression (working as a soldier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Max won't be called to serve because he is no longer on active duty. |
που έχει υπηρεσίαadjective (working) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The on-duty staff had to call for backup to help deal with the crisis. Το προσωπικό που έχει υπηρεσία χρειάστηκε να καλέσει ενισχύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης. |
εν υπηρεσίαadverb (working) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) John never takes personal calls when on duty. |
παρουσιάζομαιverbal expression (be present at military post) (στρατιώτες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The soldiers were ordered to report for duty at six in the morning. |
διάκριση καθηκόντων, διάκριση αρμοδιοτήτωνnoun (separation of responsibilities) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αίσθηση καθήκοντος/ευθύνηςnoun (feeling of responsibility) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The volunteer continued her work only out of a sense of duty. |
φόρος χαρτοσήμουnoun (UK (land tax) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θητείαnoun (military: period of service in one place) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On his last tour of duty the soldier was wounded in combat. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του duty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του duty
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.