Τι σημαίνει το hook στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hook στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hook στο Αγγλικά.

Η λέξη hook στο Αγγλικά σημαίνει γάντζος, συνδέω, προσαρμόζω, αγκίστρι, πιάνω, πείθω, ντρίμπλα, κροσέ, άγκιστρο, δέλεαρ, βελονάκι, κυκλώνω, ντριμπλάρω, κλέβω, ασφαλίζω κπ με γάντζο, αγκιστρώνω, συνδέω, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, συνδέω, συνδέω κτ με κτ, γίνομαι φίλος, το κάνω, τακιμιάζω, τα λέμε με κπ, κάνω σεξ με κπ, κομτσοβέλονο, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, βελονάκι, εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ, αγκίστρι, αγκίστρι, γάντζος, κόπιτσα, κόπιτσας, που έχει γαμψή μύτη, ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς, αφήνω κπ να τη γλιτώσει, που τη γλύτωσε, τη γλυτώνω, κοτσαδόρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hook

γάντζος

noun (for hanging [sth] on wall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mike hung his coat on the hook as he stepped into the house.
Ο Μάικ κρέμασε το παλτό του στον γάντζο όταν μπήκε μέσα στο σπίτι.

συνδέω, προσαρμόζω

(attach, link up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγκίστρι

noun (for fishing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred had a huge fish on his hook as soon as he threw the line in.
Με το που έριξε την πετονιά ο Φρεντ είχε ένα τεράστιο ψάρι στο αγκίστρι του.

πιάνω

transitive verb (fishing: catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina hooked a few fish this morning.
Η Τίνα έπιασε μερικά ψάρια σήμερα το πρωί.

πείθω

(US, figurative, informal (persuade to do) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Max hooked his friend into driving him to the airport.

ντρίμπλα

noun (ball movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player used a hook to get around the defender.

κροσέ

noun (hit with fist) (είδος γροθιάς)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Hank has a strong right hook, you'll want to avoid that.

άγκιστρο

noun (on letter "J")

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The letter had a hook at the end.

δέλεαρ

noun (trick to cause interest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βελονάκι

noun (tool used in crochet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Crochet lace is made with a very small hook.

κυκλώνω

intransitive verb (road: move in a hook)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The road hooks around the hill and then hits an intersection.

ντριμπλάρω

transitive verb (ball movement: curve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The player hooked the ball around the goalie into the goal.

κλέβω

transitive verb (steal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The burglar hooked some of the jewelry before the police arrived.

ασφαλίζω κπ με γάντζο

(attach to harness, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The climbing instructor hooked me in and I started up the cliff.

αγκιστρώνω

(put a hook into [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω

phrasal verb, transitive, inseparable (computing: connect to) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm trying to hook into the local area network.

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (US, informal, figurative (access)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If we could find a way to hook into the club's records, we could find out who was responsible.

συνδέω

phrasal verb, transitive, separable (connect, attach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω κτ με κτ

phrasal verb, transitive, separable (connect, attach)

I had to hire an expert to hook up my computer to the office network.
Έπρεπε να πάρω έναν ειδικό για να συνδέσει τον υπολογιστή μου στο δίκτυο του γραφείου.

γίνομαι φίλος

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (form a connection) (φιλική σχέση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My wife and I first hooked up when we were in high school.
Η γυναίκα μου κι εγώ τα πρωτοφτιάξαμε όταν ήμασταν στο γυμνάσιο.

το κάνω

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (engage in sexual activity) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wouldn't say Charlie and I are dating, but we have hooked up a few times.

τακιμιάζω

(slang, figurative (become friends) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα λέμε με κπ

(slang, figurative (make contact) (καθομ, πληθ: συνομιλία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω σεξ με κπ

(slang, figurative (engage in sexual activity with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κομτσοβέλονο

noun (metal tool for fastening buttons) (σπάνιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο

adverb (figurative (by any means necessary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βελονάκι

noun (tool used in crochet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aluminum crochet hooks are sturdier than bamboo ones.

εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ

verbal expression (figurative, informal (be duped)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She's so gullible, she fell for his story hook, line, and sinker.

αγκίστρι

noun (device: for catching fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I always enjoyed fishing, but I hated having to stick the live bait on the fish hook.

αγκίστρι

noun (metal hook for catching fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γάντζος

noun (nautical: small anchor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κόπιτσα

noun (two-piece fastening) (ραπτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόπιτσας

noun as adjective (relating to a hook and eye) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που έχει γαμψή μύτη

adjective (with curved nose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς

expression (figurative, informal (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Did your mother fall for your excuse?" "Yes! Hook, line and sinker!"

αφήνω κπ να τη γλιτώσει

verbal expression (figurative, informal (free from punishment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm surprised he let you off the hook that easily, given the trouble you've caused.

που τη γλύτωσε

adjective (figurative, informal (freed from blame)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
William isn't off the hook until he can prove it was his brother who stole the money.

τη γλυτώνω

adjective (figurative, informal (freed from punishment)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're not off the hook yet.
Δεν την έχεις γλυτώσει ακόμα.

κοτσαδόρος

noun (curved device used to pull a vehicle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob attached the tow hook to the front end of his car to pull it onto the tow truck.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hook στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hook

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.