Τι σημαίνει το belted στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης belted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του belted στο Αγγλικά.
Η λέξη belted στο Αγγλικά σημαίνει ζώνη, ζώνη, ζώνη, λωρίδα, ζώνη, λουρίδα, βάζω ζώνη, δένω ζώνη, δένω με ιμάντα, δέρνω με τη ζώνη, χτυπάω με τη ζώνη, δέρνω με τη λουρίδα, χτυπάω, χτυπώ, παίζω στη διαπασών, ζώνη, γραμμή, λωρίδα, χτύπημα, κινούμαι γρήγορα, ρίχνει καρεκλοπόδαρα, τραγουδώ δυνατά, βάζω ζώνη, βγάζω τον σκασμό, ζώνη αστεροειδών, κάτω από τη ζώνη, αγκράφα, μηχανή λειάνσεως με ιμάντα από γυαλόχαρτο, λιτότητα, λιτότητας, μαύρη ζώνη, μαύρη ζώνη, μπλε ζώνη, μπλε ζώνη, καφέ ζώνη, καφέ ζώνη, ζώνη αγνότητας, προάστιο, ιμάντας μεταφοράς, ιμάντας ανεμιστήρα, μπανάνα, ζαρτιέρα, ζώνη πρασίνου, πράσινη ζώνη, έχω επιτύχει κτ, χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη, ζώνη τζούντο, ζώνη ασφαλείας, ιμάντας μεταφοράς αποσκευών, πορτοφόλι μέσης, ζώνη ασφαλείας, ζώνη ασφαλείας, Ζώνη του Ήλιου, ιμάντας χρονισμού, εργαλειοθήκη, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης belted
ζώνηnoun (band worn around waist) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hannah is wearing a braided belt. Η Χάνα φοράει μια ζώνη με σχέδιο πλεξίδα. |
ζώνηnoun (vehicle: seat belt) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fasten your belts before the vehicle starts moving. Δέστε τις ζώνες σας προτού το όχημα αρχίσει να κινείται. |
ζώνη, λωρίδαnoun (elongated area, strip of land) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζώνη, λουρίδαnoun (punishment: beating with a belt) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In the olden days, it was common for children to get the belt if they were naughty. |
βάζω ζώνη, δένω ζώνηtransitive verb (tie a belt around) (σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Christine belted her coat tightly around her. Η Κριστίν έδεσε σφιχτά μια ζώνη γύρω από το παλτό της. |
δένω με ιμάνταtransitive verb (attach with a belt) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Clint belted the crates securely into the truck. Ο Κλιντ έδεσε γερά τα κιβώτια στο φορτηγό. |
δέρνω με τη ζώνη, χτυπάω με τη ζώνη, δέρνω με τη λουρίδαtransitive verb (hit, whip with a belt) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The boys' father was a strict man who belted them if they misbehaved. |
χτυπάω, χτυπώtransitive verb (figurative, informal (hit hard) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "How dare you!" cried Isabel, and belted Alan across the face. |
παίζω στη διαπασώνintransitive verb (music: play loudly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A heavy metal number was belting from his car radio. Ένα κομμάτι χέβι μέταλ έπαιζε στη διαπασών στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του. |
ζώνηnoun (karate, etc: symbol of rank) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I've heard you take karate classes; what belt are you? |
γραμμή, λωρίδαnoun (stripe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cat was orange except for a belt of white across its ribs. |
χτύπημαnoun (blow, strike) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) During the fight, I received a belt across the cheek that left a red mark. |
κινούμαι γρήγοραintransitive verb (informal (move quickly) The thief belted off up the road, with the police in hot pursuit. |
ρίχνει καρεκλοπόδαραphrasal verb, intransitive (rain: fall heavily) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραγουδώ δυνατάphrasal verb, transitive, separable (informal (sing loudly) I like to belt out pop songs when I drive. |
βάζω ζώνηphrasal verb, intransitive (informal (fasten seatbelt) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Make sure you belt up when you get in the car. |
βγάζω τον σκασμόphrasal verb, intransitive (figurative, slang (stop talking) (αργκό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tanya shouted at her brother to belt up. |
ζώνη αστεροειδώνnoun (ring of rocks orbiting the sun) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The asteroid belt is situated beyond the planet Mars. |
κάτω από τη ζώνηadjective (figurative (uncalled for, mean) (μεταφορικά: χτύπημα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγκράφαnoun (fastening on a belt) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I kept losing my trousers because my belt buckle was broken. |
μηχανή λειάνσεως με ιμάντα από γυαλόχαρτοnoun (smoothing tool) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Be careful of your fingers when using the belt sander. |
λιτότηταnoun (figurative (reduction in spending) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λιτότηταςnoun as adjective (figurative (measures: involving reduced spending) (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαύρη ζώνηnoun (martial arts: highest rank) |
μαύρη ζώνηnoun (martial arts: expert) You'd better watch out, he's a black belt in karate. |
μπλε ζώνηnoun (martial arts rank) |
μπλε ζώνηnoun (person with this rank) Don't threaten him; he's a blue belt in karate. Μην τον απειλείς, έχει μπλε ζώνη στο καράτε. |
καφέ ζώνηnoun (karate rank) (κατάταξη καράτε) It took me three years to earn my brown belt. |
καφέ ζώνηnoun (karate student) I wouldn't mess with her if I were you, she's a brown belt. Στη θέση σου δεν θα τα έβαζα μαζί της, έχει καφέ ζώνη. |
ζώνη αγνότηταςnoun (worn to prevent sex) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A chastity belt was something warriors made their wives wear when they went off to war. Οι ζώνες αγνότητας ήταν συσκευές τις οποίες οι πολεμιστές υποχρέωναν τις γυναίκες τους να φορούν όσο εκείνοι έλειπαν στον πόλεμο. |
προάστιο(suburbs) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ιμάντας μεταφοράςnoun (moving platform) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The finished product moves along the conveyor belt to be packaged. |
ιμάντας ανεμιστήραnoun (car engine part) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μπανάναnoun (pouch worn round the waist) (μτφ: τσαντάκι μέσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζαρτιέραnoun (belt that holds up stockings) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When I was young, panty hose hadn't been invented and women wore garter belts and stockings. Όταν ήμουν νέα, τα καλσόν δεν είχαν εφευρεθεί και οι γυναίκες φορούσαν ζαρτιέρες και κάλτσες. |
ζώνη πρασίνουnoun (land: conservation area) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The need for housing puts the biggest strain on planners to build in the green belt. |
πράσινη ζώνηnoun (karate rank) Gavin recently earned his green belt in karate. |
έχω επιτύχει κτverbal expression (figurative, informal (have achieved, acquired [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Evie's got three college degrees under her belt. |
χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνηverbal expression (figurative (not be fair or sporting) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζώνη τζούντοnoun (band worn by judoka indicating rank) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A judo belt is a sash worn at the waist. |
ζώνη ασφαλείαςnoun (seat belt: fastens across lap) (σε θέση) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιμάντας μεταφοράς αποσκευώνnoun (platform: transports baggage) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πορτοφόλι μέσηςnoun (pouch worn round the waist) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Whenever he travelled he wore a money belt hidden beneath his trousers. |
ζώνη ασφαλείαςnoun (safety strap in a vehicle) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) It's now compulsory to wear seatbelts in both the back and the front of cars. Τώρα πια η ζώνη ασφαλείας είναι υποχρεωτική και στις πίσω και στις μπροστά θέσεις του αυτοκινήτου. |
ζώνη ασφαλείαςnoun (diagonal strap of a seatbelt) (διαγώνιο τμήμα ζώνης ασφαλείας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This shoulder belt's a bit tight – could you adjust it for me, please? Με σφίγγει λίγο η ζώνη ασφαλείας. Μπορείς να τη ρυθμίσεις, σε παρακαλώ; |
Ζώνη του Ήλιουnoun (US (southern and southwestern region of US) (περιοχή των ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιμάντας χρονισμούnoun (part of a vehicle's engine) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εργαλειοθήκηnoun (strap with pockets for handheld instruments) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The roofers strapped on their tool belts before climbing onto the roof. Construction workers wears tool belts to keep their tools handy. Οι τεχνίτες για τη στέγη έδεσαν τις εργαλειοθήκες τους πριν ανέβουν στην οροφή. Οι εργάτες στις οικοδομές φοράνε εργαλειοθήκες για να έχουν εύκολη πρόσβαση στα εργαλεία. |
-expression (figurative (experience: acquired, achieved) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) With twenty years' firefighting experience under his belt, Robert is an expert in fire safety. Με είκοσι πέντε χρόνια εμπειρίας ως πυροσβέστης, ο Ρόμπερτ είναι ειδικός σε θέματα πυρασφάλειας. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του belted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του belted
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.