Τι σημαίνει το behind στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης behind στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του behind στο Αγγλικά.

Η λέξη behind στο Αγγλικά σημαίνει πίσω από, πίσω από, πίσω, πισινός, ποπός, -, πίσω από, μαζί, πίσω από, πίσω από, πίσω, πίσω από, μένω πίσω, μένω πίσω, μένω πίσω, μένω πίσω, υποστηρίζω, κρύβομαι, κρύβομαι, ξεχνάω, ξεχνώ, αφήνω κπ/κτ πίσω μου, είμαι καλύτερος από κπ, κρύβομαι πίσω από κτ, καθυστερώ, υποστηρίζω, μένω, ακολουθώ, καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση, στην φυλακή, απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά, στο παρασκήνιο, σε μειονεκτική θέση, στα παρασκήνια, παρασκηνιακά, παλαιομοδίτικος, αναχρονιστικός, παλιακός, ξεπερασμένος, στο τιμόνι, πίσω από την πλάτη κάποιου, κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ, κρύβομαι πίσω από κπ/κτ, χώνομαι, κρύβομαι, μένω πίσω, μένω πίσω, μένω πίσω, κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου, μένω πίσω, μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ, μένω πίσω, αδυνατώ να φτάσω στο επίπεδο, που μένει πίσω, αφήνω κτ πίσω μου, λόγος, στέκομαι πίσω από, τις βρέχω σε κπ, ακόμα δε βγήκα από το αβγό, νεογέννητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης behind

πίσω από

preposition (to the rear of)

The bank worker is standing behind the counter.
Ο τραπεζικός υπάλληλος στέκεται πίσω από τον πάγκο.

πίσω από

preposition (less developed) (λιγότερο ανεπτυγμένος)

Much of Africa lags behind the West in economic terms.
Μεγάλο μέρος της Αφρικής είναι πίσω από τη Δύση όσον αφορά την οικονομία.

πίσω

adverb (to the rear)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I recognise the boys in the front row of the photo, but who are the two standing behind?
Αναγνωρίζω τα αγόρια στην πρώτη σειρά της φωτογραφίας, αλλά ποιοι είναι οι δύο που στέκονται πίσω;

πισινός, ποπός

noun (informal (buttocks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The father gave his disobedient son a swift kick in the behind.
Ο πατέρας έριξε μια ξυλιά στα πισινά του ανυπάκουου γιου.

-

adverb (in arrears) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Do not fall behind in your credit card payments.
Μην καθυστερείς τις πληρωμές της πιστωτικής κάρτας σου.

πίσω από

preposition (later in time)

Chicago is one hour behind New York.

μαζί

preposition (supporting)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you feel you need a career change, I'm behind you 100%.
Αν θες να κάνεις μια αλλαγή στην καριέρα σου είμαι μαζί σου 100%.

πίσω από

preposition (responsible for)

The government suspects that terrorists are behind the attacks.

πίσω από

preposition (in the past) (μεταφορικά)

Those difficult times are behind us now.

πίσω

preposition (late)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The train is two hours behind.

πίσω από

preposition (with lower score than)

Smith is behind Waxman and trying hard to catch up.

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (fall behind)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Towards the end of the race, Stacey was becoming tired and started dropping back.
Κατά το τέλος του αγώνα, η Στέισι άρχισε να κουράζεται και να μένει πίσω.

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (not keep up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our son has dropped behind at school, so he has to repeat a year.

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (figurative (fail to keep up) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If I don't study for two hours every night, I risk falling behind with my class work.
Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου.

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (fail to maintain pace)

The runner started falling behind when he twisted his ankle two miles into the race.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (support: a cause, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you promise not to change your mind, I'll get behind your efforts to clean up the park.
Αν υποσχεθείς να μην αλλάξεις γνώμη, θα υποστηρίξω τις προσπάθειές σου για καθαρισμό του πάρκου.

κρύβομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (use to conceal yourself) (πίσω από κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His friends, who were all hiding behind the door, leaped out and shouted "Surprise!"

κρύβομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (use as excuse) (μτφ: πίσω από κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She always hid behind her intellect so as not to show her emotional vulnerability.

ξεχνάω, ξεχνώ

phrasal verb, transitive, separable (fail to bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It wasn't until I got to the airport that I found I had left my passport behind.
Δεν είχα καταλάβει ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριό μου μέχρι που έφτασα στο αεροδρόμιο.

αφήνω κπ/κτ πίσω μου

phrasal verb, transitive, separable (get ahead of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sprinter from Nigeria left all the other runners behind.
Ο σπρίντερ από τη Νιγηρία άφησε πίσω του όλους τους άλλους δρομείς.

είμαι καλύτερος από κπ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (perform better)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
From a very early age, Joseph has always left his peers behind.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζόζεφ ήταν πάντα καλύτερος απ' τους συνομήλικούς του.

κρύβομαι πίσω από κτ

phrasal verb, intransitive ([sth]: be real reason) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθυστερώ

phrasal verb, intransitive (informal (be late)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jane woke up late and is running behind.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (vouch for the trustworthiness of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μένω

phrasal verb, intransitive (remain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You go on ahead; I'll stay behind.
Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω.

ακολουθώ

phrasal verb, transitive, inseparable (not go as fast as)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
While on their walk, the older dog trailed behind the younger dog.

καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση

phrasal verb, intransitive (lag)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στην φυλακή

adverb (colloquial (in prison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hope he stays behind bars for the rest of his life!

απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά

adverb (in private)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The committee held the meeting behind closed doors.

στο παρασκήνιο

expression (unseen)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They appear to have a happy marriage, but who knows what goes on behind the curtain. The customers don't realise how much work goes on behind the curtain.
Φαίνεται ότι έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά ποιος ξέρει τι συμβαίνει στο παρασκήνιο. Οι πελάτες δεν αντιλαμβάνονται πόση δουλειά γίνεται στο παρασκήνιο.

σε μειονεκτική θέση

expression (US, figurative (at a disadvantage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The university is behind the eight ball when it comes to attracting international students.

στα παρασκήνια

adverb (off stage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mike was waiting behind the scenes to come on stage.

παρασκηνιακά

adverb (figurative (privately) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cabinet ministers are involved in discussions behind the scenes about future spending plans.

παλαιομοδίτικος, αναχρονιστικός, παλιακός, ξεπερασμένος

adjective (old fashioned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
While the company's products were exceptional in quality, its marketing had fallen behind the times.

στο τιμόνι

expression (driving, in control of a vehicle)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πίσω από την πλάτη κάποιου

expression (figurative, informal (without [sb]'s knowledge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She often told lies about him behind his back.

κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ

verbal expression (sports: win from a lagging position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He overtook the leader in the last lap to come from behind to win.

κρύβομαι πίσω από κπ/κτ

(move quickly behind)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Seeing his pursuers, the thief dodged behind a wall to get out of sight.

χώνομαι, κρύβομαι

(dive, hide) (κάτω από κάτι, πίσω από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To avoid saying hello, he ducked under a desk.
Για να αποφύγει να χαιρετήσει, χώθηκε (or: κρύφτηκε) κάτω από ένα γραφείο.

μένω πίσω

verbal expression (not keep up with others)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fit and experienced hikers should stay at the back of the group to ensure no-one gets left behind.

μένω πίσω

verbal expression (figurative (not adapt quickly enough) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I got left behind when the Digital Revolution started.

μένω πίσω

verbal expression (be abandoned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hurry up and get on the bus or you'll get left behind!

κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου

verbal expression (figurative, informal (act without [sb]'s knowledge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't go behind her back; if you think she's wrong, tell her directly.
Μην κάνεις τίποτα πίσω από την πλάτη της· αν θεωρείς ότι κάνει λάθος, πες της το στα ίσια.

μένω πίσω

(not be as fast)

Jim was lagging behind while the other runners were approaching the finishing line.

μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ

(not be as fast)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Clarkson was lagging behind the leading group of cyclists.

μένω πίσω

(figurative (not stay up to date) (μεταφορικά)

In terms of technological innovation, the company was lagging behind.
Η εταιρεία έμεινε πίσω σε θέματα τεχνολογικής καινοτομίας.

αδυνατώ να φτάσω στο επίπεδο

(figurative (not maintain: standards, pace) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the economic recovery, manufacturing is lagging behind other sectors.
Κατά την οικονομική ανάκαμψη, η μεταποίηση δεν κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο των υπόλοιπων τομέων.

που μένει πίσω

adjective (abandoned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The "Home Alone" movies are about a boy who is left behind when his family goes on vacation.
Η σειρά ταινιών «Μόνος στο Σπίτι» αφορούν ένα αγόρι που μένει πίσω (or: που τον αφήνουν μόνο του), όταν η οικογένειά του πάει διακοπές.

αφήνω κτ πίσω μου

verbal expression (forget [sth/sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λόγος

noun (cause or source of)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He couldn't explain the reason behind his actions.

στέκομαι πίσω από

(take a spot behind)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was standing behind a really tall guy as the carnival floats went past, so I couldn't see a thing!

τις βρέχω σε κπ

transitive verb (figurative, slang (whip, beat) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Polly's father said he'd tan her backside if she was late home again.

ακόμα δε βγήκα από το αβγό

adjective (figurative (person: inexperienced) (μεταφορικά: απειρία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's a laugh, you, trying to give me advice about women when you are still wet behind the ears.

νεογέννητος

adjective (animal: just born)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του behind στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του behind

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.