Τι σημαίνει το benefit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης benefit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του benefit στο Αγγλικά.

Η λέξη benefit στο Αγγλικά σημαίνει πλεονέκτημα, προνόμιο, όφελος, κέρδος, παροχές, προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος, επίδομα, ωφελούμαι, επωφελούμαι, ωφελώ, φιλανθρωπική εκδήλωση, ωφελώ, παράνομη είσπραξη κοινωνικού επιδόματος, το τεκμήριο της αθωότητας, επίδομα τέκνου, κόστους-οφέλους, ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλους, έκπτωση δημοτικών τελών, αποζημίωση ασφάλειας σε περίπτωση θανάτου, για το καλό σου, επίδομα, αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει, δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό, δρέπω τα οφέλη, απολαμβάνω τα οφέλη από κτ, κρατικό επίδομα, επίδομα ανεργίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης benefit

πλεονέκτημα, προνόμιο

noun (advantage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are benefits to owning a car.
Το να έχεις αυτοκίνητο έχει πλεονεκτήματα.

όφελος, κέρδος

noun (profit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A wise investor will enjoy good benefits from both rising and falling markets.
Οι έξυπνοι επενδυτές απολαμβάνουν τα οφέλη τόσο από την άνοδο όσο και από την ύφεση των αγορών.

παροχές

plural noun (perks of a job)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
This company offers good benefits.
Αυτή η εταιρεία παρέχει καλές παροχές.

προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος

plural noun (service, perk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Insurance and legal advice are among the membership benefits.
Η ασφάλιση και η παροχή νομικών συμβουλών περιλαμβάνονται στα προνόμια της συνδρομής.

επίδομα

noun (often plural (government allowance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He is still claiming unemployment benefit even though he's found a job.
Εξακολουθεί να λαμβάνει επίδομα ανεργίας παρόλο που έχει βρει δουλειά.

ωφελούμαι, επωφελούμαι

(derive advantage) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company will benefit from the growth in sales.
Η εταιρεία θα έχει κέρδος (or: όφελος) από την αύξηση των πωλήσεων.

ωφελώ

transitive verb (be of use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The work of the volunteers benefits the community.
Η εργασία των εθελοντών ωφελεί την κοινότητα.

φιλανθρωπική εκδήλωση

noun (fundraising event)

The hospital is holding a benefit to raise money.

ωφελώ

transitive verb (do good to) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
More exercise will benefit your body.

παράνομη είσπραξη κοινωνικού επιδόματος

noun (government aid: fraud)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το τεκμήριο της αθωότητας

expression (favorable judgement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επίδομα τέκνου

noun (UK, CAN, NZ (government payment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόστους-οφέλους

noun as adjective (weighing costs and benefits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλους

noun (comparison of costs and benefits)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The company performed a cost-benefit analysis of both ad campaigns.

έκπτωση δημοτικών τελών

noun (UK (government allowance)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αποζημίωση ασφάλειας σε περίπτωση θανάτου

noun (insurance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

για το καλό σου

expression (for [sb]'s sake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For your benefit, I recommend you quit smoking.

επίδομα

noun (often plural (benefit in addition to pay)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει

verbal expression (believe [sb] despite misgivings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When John said he hadn't broken the lamp, I decided to give him the benefit of the doubt and believe him.

δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό

noun (benefit of all people)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Elected officials are expected to act for the public good, not to benefit themselves.

δρέπω τα οφέλη

verbal expression (profit) (μεταφορικά, λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you spend ten minutes a day learning a foreign language, you'll soon reap the benefits.

απολαμβάνω τα οφέλη από κτ

verbal expression (profit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you practice the piano every day, you'll soon reap the benefit of all your hard work.

κρατικό επίδομα

noun (government welfare allowance)

επίδομα ανεργίας

noun (UK (allowance paid to [sb] out of work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had a hard time because I was on unemployment benefit for six months.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του benefit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του benefit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.