Τι σημαίνει το best στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης best στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του best στο Αγγλικά.

Η λέξη best στο Αγγλικά σημαίνει καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους, πιο, με εκτίμηση, ο καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, νικώ, κερδίζω, καλός, καλός, φρόνιμος, ήσυχος, καλός, καλός, κάνω καλό, καλός, χρήσιμος, βολικός, καλός, σωστός, καλός, καλός, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός με κπ/κτ, ισχύω για κτ, φτάνω για κτ, κάνω για κτ, είμαι καλός με κπ, κατάλληλος, καλός, φρέσκος, ωραίος, γνήσιος, καλός, καλός, γόνιμος, καλός, αφοσιωμένος, καθαρός, καλός, έγκυρος, καλά, ωραία, καλό, αξία, καλό, καλό, μαντάτα, αγαθά, εμπορεύματα, σωστά, καλά, καλά, επαρκώς, λοιπόν, καλά, καλά, καλά, καλά, πολύ, καλά, πηγάδι, καλά, ιδιαίτερα, καλά, καλά, καλά, μάλιστα, Κοίτα να δεις!, λοιπόν, πετρελαιοπηγή, φρεάτιο, δοχείο, τρέχω, βγαίνω, ρέω, με εκτίμηση, ό,τι καλύτερο, όσο το δυνατό καλύτερα, στην καλύτερη περίπτωση, καταλληλότερος, ανάλωση κατά προτίμηση πριν από, η καλύτερη κίνηση, βοηθός ηλεκτρολόγου, καλύτερο χαρακτηριστικό, καλύτερο χαρακτηριστικό, καλύτερος φίλος, συμφέρον, ξακουστός, κουμπάρος, το καλύτερο απ' όλα, βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας, βραβείο καλύτερου στην κατηγορία, Καλή τύχη, το καλύτερο δυνατόν, ενδεδειγμένη πρακτική, με εκτίμηση, θερμότεροι χαιρετισμοί, χαιρετίσματα, ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, πιο προσεκτικά σχεδιασμένος, πιο αγαπημένος, πιο κατάλληλος, best seller, μπεστ σέλερ, μπεστ σέλερ, μπεστ-σέλερ, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου, νικάω, νικώ, κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου, το καλύτερο που έχεις να κάνεις, ελπίζω για το καλύτερο, είναι προς το συμφέρον μου, είναι προς το συμφέρον μου, με τον καλύτερο τρόπο, όλα γίνονται για καλό, μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ, αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ, κάνω το καλύτερο που μπορώ, ας νικήσει ο καλύτερος, κάνω το καλύτερο που μπορώ, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, όχι αρκετά καλός, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, τα καλά μου, το καλύτερο δυνατόν, ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων, σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος, το καλύτερο, το καλύτερο στοιχείο του, το καλύτερο, το καλύτερο, η δεύτερη επιλογή, τρίτος καλύτερος, σύμφωνα με όσα γνωρίζω, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, μέγιστος, ύψιστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης best

καλύτερος

adjective (most excellent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's the best film I've ever seen.
Αυτή είναι η καλύτερη (or: πιο καλή) ταινία που έχω δει.

καλύτερος

adjective (most suitable) (πιο κατάλληλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is the best candidate for the job.
Είναι ο καλύτερος (or: πιο καλός) υποψήφιος για τη δουλειά.

καλύτερος

adjective (most advantageous) (πιο συμφέρων)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What's the best thing we could do right now?
Ποιο είναι το καλύτερο (or: πιο καλό) πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε τώρα;

καλύτερα

adverb (superlative of well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Of all the singers, she sings best.
Από όλους τους τραγουδιστές, καλύτερα (or: πιο καλά) τραγουδάει αυτή.

περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους

adverb (most fully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I like him best.
Αυτός μου αρέσει καλύτερα (or: πιο καλά) από όλους.

πιο

adverb (to the highest degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She's the best qualified member of the team.
Είναι το πιο προσοντούχο μέλος της ομάδας.

με εκτίμηση

expression (written, informal (closing letter, email: All the best)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look forward to hearing from you. Best, Deborah.

ο καλύτερος

noun ([sb] or [sth] superior to all others)

Of all the cities I've visited, Prague was the best.

καλύτερος

adjective (most desirable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The best cake is the one with the cherry on top.

καλύτερα

adverb (most wisely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That topic is best left untouched for now.

νικώ, κερδίζω

transitive verb (often passive (do better than, beat) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After practicing every day, Marc bested his sister at their last tennis match.
Μετά από καθημερινή προπόνηση, ο Μαρκ τα πήγε καλύτερα από την αδελφή του στον τελευταίο τους αγώνα τένις.

καλός

adjective (better than average) (καλύτερος από μέτριος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He studied hard and got good grades this year.
Μελέτησε σκληρά και πήρε καλούς βαθμούς φέτος.

καλός

adjective (favorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The weather forecast is good for tomorrow.
Για αύριο προβλέπεται καλός καιρός.

φρόνιμος, ήσυχος

adjective (well behaved) (συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Now you be good while I'm gone, do you hear?
Να είσαι φρόνιμος (or: ήσυχος) όσο θα λείπω, ακούς;

καλός

adjective (adequate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can earn a good living as a mechanic.
Ως μηχανικός, μπορείς να βγάλεις καλά λεφτά.

καλός

(healthy) (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cod liver oil is supposed to be good for you.
Υποτίθεται πως το μουρουνέλαιο κάνει καλό.

κάνω καλό

(beneficial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Whoever said that pain is good for the soul?
Ποιος είπε ότι ο πόνος είναι ευεργετικός για την ψυχή;

καλός

adjective (virtuous) (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a good man.
Είναι καλός άνθρωπος.

χρήσιμος, βολικός

(useful) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shoe boxes are good for storing old postcards and letters.
Τα κουτιά παπουτσιών είναι χρήσιμα για την αποθήκευση παλιών καρτ ποστάλ και γραμμάτων.

καλός

adjective (competent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's a very good accountant.
Είναι πολύ καλή λογίστρια.

σωστός

adjective (right, correct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Good answer!
Σωστή απάντηση!

καλός

adjective (worthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You've ruined our family's good reputation.

καλός

adjective (refined)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's got good taste in wine.

είμαι καλός σε κτ

verbal expression (be skilled, talented)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is good at anything related to numbers.

είμαι καλός σε κτ

verbal expression (be skilled with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My sister is good with numbers but I'm better at languages.

είμαι καλός με κπ/κτ

verbal expression (people, animal: handle well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is good with children and animals.

ισχύω για κτ

verbal expression (be valid: for a duration) (διάρκεια)

Your international driving licence is good for one year; you can renew it after that.
Η διεθνής άδεια οδήγησής σου ισχύει για έναν χρόνο. Μετά, μπορείς να την ανανεώσεις.

φτάνω για κτ

verbal expression (be equivalent in value to)

Your admission ticket is also good for one drink at the bar when you get inside.
Το εισιτήριό σου αντιστοιχεί και σε ένα ποτό στο μπαρ όταν μπεις μέσα.

κάνω για κτ

verbal expression (informal (be fit only for)

That tatty old sofa is good for the dump.

είμαι καλός με κπ

verbal expression (be kind toward [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My daughter is good to me; she comes to visit every Sunday and brings cake.

κατάλληλος

adjective (suitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is lasagne a good thing to serve to your parents?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δε νομίζω πως το σούσι κάνει για το δείπνο με τους παππούδες μου.

καλός

adjective (functioning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You'll have to speak into my good ear if you want me to hear.

φρέσκος

adjective (informal (fresh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is that milk still good?
Αυτό το γάλα είναι ακόμα φρέσκο;

ωραίος

adjective (tastes nice)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a really good apple.

γνήσιος

adjective (genuine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't tell if this certificate is good or not.
Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό το πιστοποιητικό είναι γνήσιο ή όχι.

καλός

adjective (wise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Those stocks were a good investment.

καλός

adjective (informal (thorough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This house needs a good cleaning.

γόνιμος

adjective (fertile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There's lots of good soil in this part of the country.

καλός

adjective (devout)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a good Catholic.

αφοσιωμένος

adjective (loyal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He's a good union man.

καθαρός

adjective (skin: clear)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has good skin.

καλός

adjective (clothes: most dressy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You should wear your good suit for this dinner.

έγκυρος

adjective (sport: in bounds)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His first serve was good.

καλά

adverb (US, informal (well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This car runs good.

ωραία

interjection (approval)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Good," said the teacher when the student handed in his homework on time.

καλό

noun (benefit, sake) (όφελος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I did it for the good of all of us.
Το έκανα για το καλό όλων μας.

αξία

noun (merit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a lot of good in his idea.

καλό

noun (virtue)

You should always seek out the good in people.

καλό

noun (purpose) (κάνει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What good is it to ask all these questions without answering them?

μαντάτα

plural noun (figurative, slang (information) (καθομιλουμένη: νέα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The police are hoping that their informer will come up with the goods.

αγαθά, εμπορεύματα

plural noun (merchandise, commodities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The company promised to deliver the goods within 24 hours.

σωστά, καλά

adverb (properly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The job has been done well.
Η δουλειά έχει γίνει σωστά (or: καλά).

καλά

adverb (satisfactorily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Things are going well lately; we have no unmet needs. The meeting went well, with no major difficulties.
Τα πράγματα πηγαίνουν καλά τελευταία, δεν έχουμε ανικανοποίητες ανάγκες. Η συνάντηση πήγε καλά, χωρίς σημαντικές δυσκολίες.

επαρκώς

adverb (adequately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We are well supplied with food.
Είμαστε επαρκώς εφοδιασμένοι με τρόφιμα.

λοιπόν

interjection (expressing impatience, inviting a response)

Well? What do you have to say?
Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;

καλά

adverb (clearly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The professor explained the material well, and we all understood the theory.
Ο καθηγητής εξήγησε την ύλη καλά και όλοι καταλάβαμε τη θεωρία.

καλά

adverb (thoroughly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The instructions tell us to mix the ingredients well before adding eggs.
Οι οδηγίες λένε να ανακατέψουμε τα υλικά καλά πριν προσθέσουμε αυγά.

καλά

adverb (to a great extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I understood him well, but still had a few questions.
Τον κατάλαβα καλά, αλλά και πάλι είχα μερικές ερωτήσεις.

καλά

adverb (person: with intimacy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I know him well.
Τον ξέρω καλά.

πολύ

adverb (very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is well aware of his responsibilities.
Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του.

καλά

adjective (in good health)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was sick yesterday, but I am well today.
Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει.

πηγάδι

noun (natural water source)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This house gets its water from a well.
Αυτό το σπίτι παίρνει νερό από ένα πηγάδι.

καλά

adjective (good, fine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All is well in our town today.

ιδιαίτερα

adverb (certainly, without doubt)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Undoubtedly, he was well pleased to see her.
Αναμφίβολα χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε.

καλά

adverb (in good humour, happily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was rather a cruel prank, but he took it well.
Ήταν αρκετά άσχημη φάρσα αλλά το πήρε καλά.

καλά

adverb (correct, the right thing)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You did well by telling the doctor the truth.

καλά

adverb (good financially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We did well with that investment.

μάλιστα

interjection (indignation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well! I see you haven't had time to clean the house.

Κοίτα να δεις!

interjection (surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well! I never expected to run into you here!

λοιπόν

interjection (filler word, pause)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Well, I'll see what I can do.

πετρελαιοπηγή

noun (oil source)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They have thousands of wells in Saudi Arabia.
Υπάρχουν χιλιάδες πετρελαιοπηγές στη Σαουδική Αραβία.

φρεάτιο

noun (architecture: stairs, elevator)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They built the well in the centre of the building, and it has both stairs and a lift.

δοχείο

noun (container for liquid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ink was kept in a well.

τρέχω, βγαίνω, ρέω

intransitive verb (liquid: surge) (για υγρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Blood welled from the wound.

με εκτίμηση

expression (written (closing: letter or email)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The letter ended, "Please let me know if I can be of any further help. All the best, Simon."

ό,τι καλύτερο

noun (good wishes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I wish you all the best in your new career.
Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για τη νέα σου σταδιοδρομία.

όσο το δυνατό καλύτερα

adverb (to the best of your ability)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Muddle through as best you can, and we'll fix the mistakes later.

στην καλύτερη περίπτωση

adverb (at the most)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It won't be ready until tomorrow at best.
Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο.

καταλληλότερος

expression (most capable of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The promotion should go to the one best able to handle the responsibility.

ανάλωση κατά προτίμηση πριν από

preposition (warning on food packaging) (σήμανση σε προϊόν)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Milk is best before the expiration date.
Το γάλα πρέπει να καταναλωθεί πριν την ημερομηνία λήξης.

η καλύτερη κίνηση

noun (informal, figurative (most promising option)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your best bet would be to contact the organisers directly and ask if they still have tickets.
Η καλύτερη κίνηση θα ήταν να επικοινωνήσεις απευθείας με τους διοργανωτές και να ρωτήσεις αν υπάρχουν ακόμα εισιτήρια.

βοηθός ηλεκτρολόγου

noun (informal (movies: electrician's assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καλύτερο χαρακτηριστικό

noun (person: attractive trait) (άνθρωπος)

καλύτερο χαρακτηριστικό

noun (property: desirable part) (αντικείμενο)

καλύτερος φίλος

noun (closest companion)

My dog is my best friend.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τηλεφωνώ την κολλητή μου όταν έχω προβλήματα.

συμφέρον

noun (greatest benefit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξακουστός

adjective (most famous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουμπάρος

noun (bridegroom's male attendant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pete was the best man at Mick and Lucy's wedding.
Ο Πιτ ήταν κουμπάρος στον γάμο του Μικ και της Λούσι.

το καλύτερο απ' όλα

adverb (the most fortunate part is that)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας

noun (award at dog show)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραβείο καλύτερου στην κατηγορία

noun (award at a dog show)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Καλή τύχη

interjection (expressing wishes for [sb]'s success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το καλύτερο δυνατόν

adjective (finest that can be done or had)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδεδειγμένη πρακτική

noun (most professional conduct)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Best practice in the medical or mental health field is to take a thorough history from the patient.

με εκτίμηση

expression (written (closing: letter or email)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We look forward to welcoming you to our hotel. Best regards, Stephen Smith, Hotel Manager.

θερμότεροι χαιρετισμοί

plural noun (warm wishes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Give John my best regards when you see him.
Όταν δεις τον Τζον, δώσ' του τους θερμότερους χαιρετισμούς μου.

χαιρετίσματα

plural noun (regards)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Please pass on my best wishes to your parents.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δώσε τα χαιρετίσματα μου στον Πίτερ, όταν τον δεις.

ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας

noun (expiration)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πιο προσεκτικά σχεδιασμένος

adjective (plans: most carefully made)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο αγαπημένος

adjective (most cherished)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
She is one of the country's best-loved sportswomen.

πιο κατάλληλος

adjective (most appropriate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Which style is best suited to my body shape?
Ποιο στυλ είναι πιο κατάλληλο για το σώμα μου;

best seller, μπεστ σέλερ

noun (book: commercial success)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Every one of that author's novels has been a bestseller.

μπεστ σέλερ, μπεστ-σέλερ

adjective (very successful commercially)

κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου

verbal expression (try your hardest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just do the best you can. That's all anybody could ask for.

κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου

verbal expression (try your hardest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just do your best. That's all anybody could ask.

κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου

verbal expression (try your hardest to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fred did his best to give up smoking, but couldn't keep it up.

νικάω, νικώ

verbal expression (defeat) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manchester United managed to get the better of Liverpool with an impressive 4-0 victory.

κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου

verbal expression (make every effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not sure I can get your cat out of the tree, but I'll give it my best shot.

το καλύτερο που έχεις να κάνεις

auxiliary verb (should, would be wise to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'd best ask at the information desk.

ελπίζω για το καλύτερο

verbal expression (be optimistic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not sure whether it will rain; we'll just have to hope for the best.

είναι προς το συμφέρον μου

adverb (of greatest benefit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm moving out because it's in my family's best interest.

είναι προς το συμφέρον μου

expression (to greatest advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is in your best interest to accept the offer.

με τον καλύτερο τρόπο

expression (figurative (giving the most favourable view)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλα γίνονται για καλό

expression (outcome is beneficial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I lost my job, but it's all for the best since now I can start a business, just like I always wanted.

μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ

(prefer overall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Reading detective novels is what I like best.

αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ

verbal expression (do what you can)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eric made the best of the limited time available to see as much of the town as he could.

κάνω το καλύτερο που μπορώ

verbal expression (informal (cope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The weather wasn't ideal for a day by the sea, but we decided to make the best of it.

ας νικήσει ο καλύτερος

interjection (before competition)

Good luck to all and may the best man win!

κάνω το καλύτερο που μπορώ

verbal expression (do [sth] to your utmost ability)

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (figurative (do your best)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not really much good at it but I'll put my best foot forward.

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (figurative (make good impression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put your best foot forward at the job interview.

αμέσως καλύτερος, επιλαχών

adjective (next to best)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The runner recorded his second-best time this year for the marathon.

όχι αρκετά καλός

noun (pejorative (not quite good enough) (υποτιμητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Margot did not want to put up with second best for her wedding dress.

που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση

adverb (in second position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alan fared second best in the tennis match.

τα καλά μου

noun (smart outfit worn to church) (ρούχα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο δυνατόν

noun (advantages of two different things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων

noun (greatest of all)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος

noun (most)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It took us the best part of the morning to finish the job.
Μας πήρε σχεδόν όλο το πρωί να τελειώσουμε τη δουλειά.

το καλύτερο

noun (greatest feature)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο στοιχείο του

noun (greatest feature)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το καλύτερο

noun (informal, figurative ([sth] wonderful, valued)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο

noun (informal, figurative ([sth] new, excellent)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η δεύτερη επιλογή

noun (good substitute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I can't afford to buy a Volkswagen; the Toyota is the next best thing. Apples are not as sweet as candy, but I think they are the next best thing.

τρίτος καλύτερος

adjective (ranked below second best)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After the races they gave out awards and I was third best. She tried and she tried but she only got third best.
Μετά τους αγώνες έδωσαν βραβεία και εγώ ήμουν ο τρίτος καλύτερος. Προσπάθησε σκληρά αλλά ήταν η τρίτη καλύτερη.

σύμφωνα με όσα γνωρίζω

expression (as far as I know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To the best of my knowledge, all of the coffee shops in the city close before 9:00 p.m.

όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς

adverb (as well as you can)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just look after the dog to the best of your ability.

δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (put in maximum effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (make a big effort to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέγιστος, ύψιστος

noun (utmost)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The doctors tried their very best, but they were unable to save the patient.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του best στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του best

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.