Τι σημαίνει το better στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης better στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του better στο Αγγλικά.

Η λέξη better στο Αγγλικά σημαίνει καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καταλληλότερος, καλύτερα, περισσότερο, καλύτερα, ανώτερος, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνω, καλός, καλός, φρόνιμος, ήσυχος, καλός, καλός, κάνω καλό, καλός, χρήσιμος, βολικός, καλός, σωστός, καλός, καλός, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός με κπ/κτ, ισχύω για κτ, φτάνω για κτ, κάνω για κτ, είμαι καλός με κπ, κατάλληλος, καλός, φρέσκος, ωραίος, γνήσιος, καλός, καλός, γόνιμος, καλός, αφοσιωμένος, καθαρός, καλός, έγκυρος, καλά, ωραία, καλό, αξία, καλό, καλό, μαντάτα, αγαθά, εμπορεύματα, σωστά, καλά, καλά, επαρκώς, λοιπόν, καλά, καλά, καλά, καλά, πολύ, καλά, πηγάδι, καλά, ιδιαίτερα, καλά, καλά, καλά, μάλιστα, Κοίτα να δεις!, λοιπόν, πετρελαιοπηγή, φρεάτιο, δοχείο, τρέχω, βγαίνω, ρέω, τόσο το καλύτερο, καλύτερες μέρες, καλύτερος, καλύτερος, το έτερον ήμισυ, κάλλιο αργά παρά ποτέ, καλύτερα να μην, σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, καλύτερα, οι πιο πλούσιοι, οι πλουσιότεροι, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., καλύτερος από, ανώτερος από, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, καλύτερο από το τίποτα, ουρανός, παράδεισος, ακόμα καλύτερα, ακόμα καλύτερος, μορφώνομαι, καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα, βελτίωση,καλυτέρευση, βελτιώνομαι, τα πάω καλύτερα, τα καταφέρνω καλύτερα, ακόμα καλύτερος, ακόμα καλύτερα, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, για καλό και για κακό, είμαι καλύτερα, γίνομαι καλύτερα, γίνομαι καλύτερος, νικάω, νικώ, το καλό που σου θέλω, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω, έχω δει καλύτερες μέρες, δεν τα κάνω αυτά, ξέρω ότι δεν πρέπει να, δεν ξέρω, προτιμώ, κάνω κπ/κτ καλά, βελτιώνω, πολύ καλύτερος, πολύ καλύτερος, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, ξανασκέφτομαι, αντιμετωπίζω πιο θετικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης better

καλύτερα

adverb (to higher degree, quality)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He plays the guitar better than Jimi Hendrix.
Παίζει κιθάρα καλύτερα (or: πιο καλά) από τον Τζίμι Χέντριξ.

καλύτερα

adverb (in a superior way) (πιο επιθυμητά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
To serve you better we have provided free coffee at the entrance.
Για να σας εξυπηρετήσουμε καλύτερα, προσφέρουμε δωρεάν καφέ στην είσοδο.

καλύτερος

adjective (superior) (ανώτερος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's better at tennis than I am.
Είναι καλύτερος (or: πιο καλός) στο τένις από εμένα.

καλύτερος

adjective (of higher quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This essay is better than the last one you wrote.
Αυτή η έκθεση είναι καλύτερη από την προηγούμενη που έγραψες.

καλύτερος

adjective (of greater value)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Getting it done now is better than waiting until the morning.
Είναι καλύτερο να το κάνεις τώρα παρά να περιμένεις ως το πρωί.

καλύτερος

adjective (of greater use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A mallet is better than a hammer for driving in tent pegs.

καλύτερα

adjective (healthier) (υγεία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Are you feeling any better?
Αισθάνεσαι καθόλου καλύτερα;

καλύτερα

adverb (more completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You remember it better than I do.
Το θυμάσαι καλύτερα απ' ότι εγώ.

καλύτερος

adjective (more virtuous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's better than any of us.

καλύτερος, καταλληλότερος

adjective (more suitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Candidate C is better than candidate F for this job.

καλύτερα

adverb (more thoroughly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He'll explain it better than I can.

περισσότερο

adverb (US (more)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It took them better than a month to pay back the debt.

καλύτερα

noun ([sth] superior)

I've seen better.

ανώτερος

noun (usually plural (person: superior)

You should always show respect to your betters and elders.
Οφείλεις να δείχνεις, πάντοτε, σεβασμό σε όσους είναι ανώτεροι και γηραιότεροι σε σχέση με σένα.

καλυτερεύω, βελτιώνω

transitive verb (improve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She spent her life trying to better the living conditions of the poor.
Πέρασε όλη της τη ζωή προσπαθώντας να καλυτερέψει τις συνθήκες ζωής των φτωχών.

βελτιώνω

transitive verb (surpass)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's see if I can better my previous score.

καλός

adjective (better than average) (καλύτερος από μέτριος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He studied hard and got good grades this year.
Μελέτησε σκληρά και πήρε καλούς βαθμούς φέτος.

καλός

adjective (favorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The weather forecast is good for tomorrow.
Για αύριο προβλέπεται καλός καιρός.

φρόνιμος, ήσυχος

adjective (well behaved) (συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Now you be good while I'm gone, do you hear?
Να είσαι φρόνιμος (or: ήσυχος) όσο θα λείπω, ακούς;

καλός

adjective (adequate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can earn a good living as a mechanic.
Ως μηχανικός, μπορείς να βγάλεις καλά λεφτά.

καλός

(healthy) (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cod liver oil is supposed to be good for you.
Υποτίθεται πως το μουρουνέλαιο κάνει καλό.

κάνω καλό

(beneficial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Whoever said that pain is good for the soul?
Ποιος είπε ότι ο πόνος είναι ευεργετικός για την ψυχή;

καλός

adjective (virtuous) (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a good man.
Είναι καλός άνθρωπος.

χρήσιμος, βολικός

(useful) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shoe boxes are good for storing old postcards and letters.
Τα κουτιά παπουτσιών είναι χρήσιμα για την αποθήκευση παλιών καρτ ποστάλ και γραμμάτων.

καλός

adjective (competent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's a very good accountant.
Είναι πολύ καλή λογίστρια.

σωστός

adjective (right, correct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Good answer!
Σωστή απάντηση!

καλός

adjective (worthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You've ruined our family's good reputation.

καλός

adjective (refined)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's got good taste in wine.

είμαι καλός σε κτ

verbal expression (be skilled, talented)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is good at anything related to numbers.

είμαι καλός σε κτ

verbal expression (be skilled with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My sister is good with numbers but I'm better at languages.

είμαι καλός με κπ/κτ

verbal expression (people, animal: handle well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is good with children and animals.

ισχύω για κτ

verbal expression (be valid: for a duration) (διάρκεια)

Your international driving licence is good for one year; you can renew it after that.
Η διεθνής άδεια οδήγησής σου ισχύει για έναν χρόνο. Μετά, μπορείς να την ανανεώσεις.

φτάνω για κτ

verbal expression (be equivalent in value to)

Your admission ticket is also good for one drink at the bar when you get inside.
Το εισιτήριό σου αντιστοιχεί και σε ένα ποτό στο μπαρ όταν μπεις μέσα.

κάνω για κτ

verbal expression (informal (be fit only for)

That tatty old sofa is good for the dump.

είμαι καλός με κπ

verbal expression (be kind toward [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My daughter is good to me; she comes to visit every Sunday and brings cake.

κατάλληλος

adjective (suitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is lasagne a good thing to serve to your parents?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δε νομίζω πως το σούσι κάνει για το δείπνο με τους παππούδες μου.

καλός

adjective (functioning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You'll have to speak into my good ear if you want me to hear.

φρέσκος

adjective (informal (fresh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is that milk still good?
Αυτό το γάλα είναι ακόμα φρέσκο;

ωραίος

adjective (tastes nice)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a really good apple.

γνήσιος

adjective (genuine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't tell if this certificate is good or not.
Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό το πιστοποιητικό είναι γνήσιο ή όχι.

καλός

adjective (wise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Those stocks were a good investment.

καλός

adjective (informal (thorough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This house needs a good cleaning.

γόνιμος

adjective (fertile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There's lots of good soil in this part of the country.

καλός

adjective (devout)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a good Catholic.

αφοσιωμένος

adjective (loyal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He's a good union man.

καθαρός

adjective (skin: clear)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has good skin.

καλός

adjective (clothes: most dressy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You should wear your good suit for this dinner.

έγκυρος

adjective (sport: in bounds)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His first serve was good.

καλά

adverb (US, informal (well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This car runs good.

ωραία

interjection (approval)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Good," said the teacher when the student handed in his homework on time.

καλό

noun (benefit, sake) (όφελος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I did it for the good of all of us.
Το έκανα για το καλό όλων μας.

αξία

noun (merit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a lot of good in his idea.

καλό

noun (virtue)

You should always seek out the good in people.

καλό

noun (purpose) (κάνει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What good is it to ask all these questions without answering them?

μαντάτα

plural noun (figurative, slang (information) (καθομιλουμένη: νέα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The police are hoping that their informer will come up with the goods.

αγαθά, εμπορεύματα

plural noun (merchandise, commodities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The company promised to deliver the goods within 24 hours.

σωστά, καλά

adverb (properly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The job has been done well.
Η δουλειά έχει γίνει σωστά (or: καλά).

καλά

adverb (satisfactorily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Things are going well lately; we have no unmet needs. The meeting went well, with no major difficulties.
Τα πράγματα πηγαίνουν καλά τελευταία, δεν έχουμε ανικανοποίητες ανάγκες. Η συνάντηση πήγε καλά, χωρίς σημαντικές δυσκολίες.

επαρκώς

adverb (adequately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We are well supplied with food.
Είμαστε επαρκώς εφοδιασμένοι με τρόφιμα.

λοιπόν

interjection (expressing impatience, inviting a response)

Well? What do you have to say?
Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;

καλά

adverb (clearly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The professor explained the material well, and we all understood the theory.
Ο καθηγητής εξήγησε την ύλη καλά και όλοι καταλάβαμε τη θεωρία.

καλά

adverb (thoroughly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The instructions tell us to mix the ingredients well before adding eggs.
Οι οδηγίες λένε να ανακατέψουμε τα υλικά καλά πριν προσθέσουμε αυγά.

καλά

adverb (to a great extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I understood him well, but still had a few questions.
Τον κατάλαβα καλά, αλλά και πάλι είχα μερικές ερωτήσεις.

καλά

adverb (person: with intimacy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I know him well.
Τον ξέρω καλά.

πολύ

adverb (very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is well aware of his responsibilities.
Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του.

καλά

adjective (in good health)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was sick yesterday, but I am well today.
Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει.

πηγάδι

noun (natural water source)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This house gets its water from a well.
Αυτό το σπίτι παίρνει νερό από ένα πηγάδι.

καλά

adjective (good, fine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All is well in our town today.

ιδιαίτερα

adverb (certainly, without doubt)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Undoubtedly, he was well pleased to see her.
Αναμφίβολα χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε.

καλά

adverb (in good humour, happily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was rather a cruel prank, but he took it well.
Ήταν αρκετά άσχημη φάρσα αλλά το πήρε καλά.

καλά

adverb (correct, the right thing)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You did well by telling the doctor the truth.

καλά

adverb (good financially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We did well with that investment.

μάλιστα

interjection (indignation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well! I see you haven't had time to clean the house.

Κοίτα να δεις!

interjection (surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well! I never expected to run into you here!

λοιπόν

interjection (filler word, pause)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Well, I'll see what I can do.

πετρελαιοπηγή

noun (oil source)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They have thousands of wells in Saudi Arabia.
Υπάρχουν χιλιάδες πετρελαιοπηγές στη Σαουδική Αραβία.

φρεάτιο

noun (architecture: stairs, elevator)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They built the well in the centre of the building, and it has both stairs and a lift.

δοχείο

noun (container for liquid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ink was kept in a well.

τρέχω, βγαίνω, ρέω

intransitive verb (liquid: surge) (για υγρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Blood welled from the wound.

τόσο το καλύτερο

expression (enhances [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Big eyes? All the better to see you with, my dear!" said the wolf to Little Red Riding Hood.

καλύτερες μέρες

plural noun (informal (future prosperity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The political party promised that their economic policy would soon bring better days.

καλύτερος

adjective (healthier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apples are better for you than cheeseburgers.
Τα μήλα είναι καλύτερα για σένα από τα τσίζμπεργκερ.

καλύτερος

adjective (colloquial, UK (more cheerful thanks to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If you're tired, have a nap; you'll feel better for it.

το έτερον ήμισυ

noun (figurative, informal (partner or spouse) (καθαρεύουσα, καθομ, μτφ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I'll have to ask my better half if we are free that weekend.

κάλλιο αργά παρά ποτέ

expression (it is better to do [sth] late than never)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύτερα να μην

expression (informal (ought not to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You better not be planning a party while your mother and I are gone this weekend.
Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο.

σε καλύτερη οικονομική κατάσταση

adjective (richer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm much better off now I have this new job.
Είμαι σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση τώρα που έχω αυτήν την καινούρια δουλειά.

καλύτερα

adjective (more fortunate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't worry, you're better off without him. You'd be better off just ignoring her.
Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις.

οι πιο πλούσιοι, οι πλουσιότεροι

plural noun (richer people)

The better off are expected to help those who have less than they do.
Από τους πλουσιότερους αναμένεται να βοηθούν όσους έχουν λιγότερα από τους ίδιους.

Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.

expression (informal (It's wise to take precautions.) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύτερος από, ανώτερος από

expression (superior to)

καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ

adjective (improved, even greater than before)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was sad yesterday, but now I'm better than ever.
Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

καλύτερο από το τίποτα

adjective (a small gain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hate soup, but it is better than nothing since I am hungry.

ουρανός, παράδεισος

noun (heaven)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After her husband's death, Rachel took comfort in the idea that he had gone to a better world.

ακόμα καλύτερα

adverb (even better)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You could help us with the cooking, or better yet, why don't you set the table?

ακόμα καλύτερος

adjective (even better)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μορφώνομαι

verbal expression (become more educated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul reads scientific journals in an attempt to better himself.

καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα

verbal expression (achieve higher standing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My father worked in a factory but I wanted to better myself and was determined to get an office job.

βελτίωση,καλυτέρευση

noun (improvement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her lovely, new hair style is definitely a change for the better.
Η ωραία, νέα της κόμμωση είναι οπωσδήποτε μια βελτίωση (or: καλυτέρευση).

βελτιώνομαι

verbal expression (improve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her life has changed for the better since she moved here.
Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ.

τα πάω καλύτερα

verbal expression (informal (perform to higher standard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My teacher was disappointed with my grade because she knew that I could do better.

τα καταφέρνω καλύτερα

verbal expression (informal (obtain more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Have you seen her boyfriend? I really think she could do better.

ακόμα καλύτερος

adjective (greater or nicer still)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ακόμα καλύτερα

adverb (with more skill, etc.)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He plays the guitar even better than we originally thought.
Παίζει κιθάρα ακόμα καλύτερα απ' ό,τι αρχικά νομίζαμε.

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

(be healthier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm feeling much better now that I've lost weight.
Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος.

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

(be reassured)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I feel better knowing he is home safe and sound.
Αισθάνομαι καλύτερα, αν ξέρω ότι είναι σπίτι σώος και αβλαβής.

για καλό και για κακό

adverb (whatever the consequences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will be your wife for better or for worse.

είμαι καλύτερα, γίνομαι καλύτερα

(recover)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm sorry you are sick and I hope you get better soon.
Λυπάμαι που είσαι άρρωστος· ελπίζω να αναρρώσεις σύντομα.

γίνομαι καλύτερος

(improve)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You will get better at chess if you practice. Canadian wine is getting better every year.
Αν εξασκηθείς, θα βελτιωθείς στο σκάκι.

νικάω, νικώ

verbal expression (defeat) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manchester United managed to get the better of Liverpool with an impressive 4-0 victory.

το καλό που σου θέλω

auxiliary verb (ought to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He had better do what he is told!
Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν!

έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω

verbal expression (find [sth] a waste of time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have better things to do than play golf all day. I have better things to do than to argue with you.

έχω δει καλύτερες μέρες

verbal expression (informal (have deteriorated) (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It looks like that wallet of yours has seen better days!

δεν τα κάνω αυτά

(informal (be sufficiently wise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shame on you – at your age you should know better!

ξέρω ότι δεν πρέπει να

verbal expression (be wise enough not to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν ξέρω

verbal expression (be uninformed or uneducated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προτιμώ

(prefer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cannot think of anything I like better, on a hot day, than a swim in the pool.

κάνω κπ/κτ καλά

(heal)

Let me rub your aching back and make it better.

βελτιώνω

(improve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πολύ καλύτερος

adjective (greatly superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
French wine is good, but Californian wine is much better.

πολύ καλύτερος

adjective (greatly improved)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Your chances of getting a job are much better if you have computer skills.
Οι πιθανότητες να βρεις δουλειά είναι πολύ μεγαλύτερες αν έχεις δεξιότητες χρήσης υπολογιστών.

όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα

expression (as quickly as possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξανασκέφτομαι

verbal expression (reconsider doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I thought better of sending my boss an angry email when I remember how much I needed my salary.

αντιμετωπίζω πιο θετικά

verbal expression (regard more highly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would think better of him if he was more easy-going.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του better στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του better

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.