Τι σημαίνει το bizarre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bizarre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bizarre στο Γαλλικά.
Η λέξη bizarre στο Γαλλικά σημαίνει περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, εκκεντρικός, αλλόκοτος, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, ξεκάρφωτος, άσχετος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος, τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος, παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος, αλλόκοτος, παράξενος, εκκεντρικός, ιδιόρυθμος, περίεργος, παράξενος, ασυνήθιστος, εκκεντρικός, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, ιδιαίτερος, ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερος, ασυνήθιστος, τρελός, παλαβός, παράξενος, περίεργος, περίεργος, παράξενος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, ύποπτος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, ξεχωριστός, απαίσιος, παράξενος, περίεργος, φρικιό, παραξενιά, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, λοξός, λοξή, παράξενη εξωτερική εμφάνιση, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, πιο παράξενος, πιο περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bizarre
περίεργος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est bizarre ! Qui l'eût cru. |
περίεργος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'un des pâtisseries avait une forme étrange. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν πολύ ασυνήθιστη η συμπεριφορά του σήμερα. |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Patricia vit le vase traverser la pièce sans que personne n'y ait touché. « Voilà qui est étrange », se dit-elle. Η Πατρίσια είδε το βάζο να πετάει μέσα στο δωμάτιο από μόνο του. «Λοιπόν, αυτό είναι περίεργο,» σκέφτηκε. |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τόμπυ πάντα κάνει περίεργα πράγματα. Είναι πολύ ιδιόρρυθμος. |
εκκεντρικός, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκάρφωτος, άσχετος(étrange) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'étais là et un mec bizarre m'a demandé de sortir avec lui. |
περίεργος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est resté à la maison un vendredi soir ? C'est bizarre (or: étrange). Έμεινε σπίτι Παρασκευή βράδυ; Περίεργο (or: παράξενο)... |
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le dessert était un plat bizarre avec du poisson. Το επιδόρπιο ήταν ένα περίεργο πιάτο που είχε και ψάρι ανάμεσα στα συστατικά. |
αλλόκοτος, παράδοξοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un chat à trois pattes ? C'est bizarre ! Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)! |
παράξενος, αλλόκοτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'était un accident insolite entre un monocycle et un bus. Έγινε ένα μυστήριο ατύχημα με ένα μονόκυκλο και ένα λεωφορείο. |
τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son nouvel ami étrange a les cheveux orange et les ongles bleus. Ο μυστήριος καινούργιος φίλος της έχει πορτοκαλί μαλλιά και μπλε νύχια στα χέρα. |
αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est impliqué dans une affaire louche concernant des voitures d'occasion. Ασχολείται με μια παράξενη δουλειά με μεταχειρισμένα αμάξια. |
αλλόκοτος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκκεντρικός, ιδιόρυθμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περίεργος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous avons entendu des bruits bizarres dehors. Ακούσαμε κάτι παράξενους ήχους έξω! |
ασυνήθιστος, εκκεντρικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Keith a trouvé quelques idées excentriques pendant le brainstorming. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a quelque chose de bizarre (or: louche) chez cet homme là-bas. |
περίεργος, παράξενοςadjectif (personne, chose) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce type est un peu bizarre (or: étrange). Allons ailleurs. |
περίεργος, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'aime Tamsin parce qu'elle est excentrique, elle fait toujours des trucs bizarres. Συμπαθώ την Τάμσιν επειδή είναι ιδιόρρυθμη - κάνει πάντοτε παράξενα πράγματα. |
ασυνήθιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) De la neige en juin est un phénomène inhabituel. Το χιόνι τον Ιούνιο είναι ασυνίθιστο. |
τρελός, παλαβός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Graham doit être cinglé (or: toqué, or: timbré) de sortir sous cette pluie sans parapluie ! |
παράξενος, περίεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est étrange (or: bizarre) qu'elle ne soit pas allée directement chez elle après le travail. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο καθηγητής έκανε κάτι κουλό χτες· δεν μας έβαλε ασκήσεις για το σπίτι. |
περίεργος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est bizarre (or: étrange) de les avoir rencontrés pendant les vacances. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν είναι κουλό που σε μια τόσο μεγάλη παραλία βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα την καθηγήτριά μας; |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce type était assez étrange (or: bizarre). Il n'arrêtait pas de demander l'heure. Αυτός ο τύπος ήταν πολύ παράξενος. Ρωτούσε συνέχεια την ώρα. |
ύποπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'e-mail demandant à Wendy ses coordonnées bancaires avait l'air suspect et elle n'a pas répondu. Το e-mail που ζητούσε τα τραπεζικά της στοιχεία φάνηκε ύποπτο στη Γουέντι οπότε δεν απάντησε. |
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'œuvre est fascinante, mais son installation est étrange. Τα έργα τέχνης είναι εξαιρετικά, αλλά η έκθεσή τους είναι περίεργη. |
αλλόκοτος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le cyclope a l'air tellement étrange (or: bizarre) avec son œil unique sur le front. Ο Κύκλωπας φαίνεται τόσο παράξενος με μόνο ένα μάτι στο μέτωπό του. |
περίεργος, παράξενοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un étrange individu porte un costume de clown en pleine rue. Υπάρχει ένας περίεργος άνδρας που φορά ένα κουστούμι κλόουν στο δρόμο. |
ξεχωριστόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est vraiment quelqu'un de particulier (or: de bizarre). |
απαίσιοςadjectif (saugrenu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faisait des cauchemars délirants et improbables (or: bizarres). |
παράξενος, περίεργοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φρικιό(personne) (καθομ, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Τα παιδιά στο σχολείο έλεγαν ότι η Κάρεν ήταν φρικιό επειδή ντυνόταν διαφορετικά από όλους τους άλλους. |
παραξενιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chose étonnante, je n'avais jamais mis les pieds dans une église avant aujourd'hui. |
λοξός, λοξή(familier) (καθομ, μειωτικό, μτφ) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι κάνει η ζουρλοπαντιέρα ο θείος σου; Ακόμα έτσι ιδιόρρυθμος είναι; |
παράξενη εξωτερική εμφάνισηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιο παράξενος, πιο περίεργοςlocution adjectivale (συγκριτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le vaisseau extraterrestre était étrange, mais son intérieur l'était encore plus étrange. |
παράξενος, αλλόκοτος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'homme qui vit dans cette maison est un tordu. Ο άντρας που ζει σε εκείνο το σπίτι είναι παράξενος (or: αλλόκοτος). |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bizarre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του bizarre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.