Τι σημαίνει το boarding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boarding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boarding στο Αγγλικά.

Η λέξη boarding στο Αγγλικά σημαίνει επιβίβαση, στέγαση και σίτιση, σανίδες, σανίδωση, σανίδα, τάβλα, σανίδα, πινακίδα, ταμπλό, πίνακας, συμβούλιο, διατροφή, επιβιβάζομαι, μένω, ζω, τοίχος, εξετάσεις, επιβίβαση, είμαι οικότροφος, είμαι εσωτερικός, οικοτροφείο, ξενοδοχείο για σκύλους, κάρτα επιβίβασης, oικότροφος, οικότροφη, οικοτροφείο, mountain boarding. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boarding

επιβίβαση

noun (embarkation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
General boarding will begin in about ten minutes.
Η γενική επιβίβαση θα ξεκινήσει σε περίπου δέκα λεπτά.

στέγαση και σίτιση

noun (school: meals, lodging)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Boarding at public universities is considerably cheaper than at private ones.
Η στέγαση και σίτιση σε δημόσια πανεπιστήμια είναι αρκετά πιο φτηνές από τα ιδιωτικά.

σανίδες

noun (fitted boards) (για σανίδωση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The contractor is bringing the boarding for the house today.
Ο εργολάβος θα φέρει τις σανίδες για το σπίτι σήμερα.

σανίδωση

noun (board structure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boarding of this fence doesn't look very stable.

σανίδα

noun (wooden plank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Somebody put a board over the mud so people could walk on it.
Κάποιος έβαλε μια σανίδα πάνω από τη λασπωμένη επιφάνεια, για να μπορεί να περάσει ο κόσμος.

τάβλα, σανίδα

noun (often plural (wooden rectangle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
During hurricanes, put boards over the windows.
Κατά τη διάρκεια των τυφώνων, τοποθετήστε τάβλες (or: σανίδες) στα παράθυρα.

πινακίδα

noun (stiff card, placard)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The chauffeur held a board with John's name on it.
Ο σοφέρ κρατούσε μια πινακίδα που έγραφε το όνομα του Τζον.

ταμπλό

noun (flat surface for playing a game)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To win at backgammon, you must be first to remove all your pieces from the board.
Για να νικήσεις στο τάβλι, πρέπει να βγάλεις πρώτος όλα τα πούλια σου από το ταμπλό.

πίνακας

noun (school: writing surface)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Come to the front of the class to write the answers on the board.
Έλα στο μπροστινό μέρος της τάξης για να γράψεις τις απαντήσεις στον πίνακα.

συμβούλιο

noun (management group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dr. Kimball was just appointed to the board of directors.
Ο Δρ Κίμπαλ μόλις διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο.

διατροφή

noun (meals with accommodation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scholarship includes room and board.
Η υποτροφία περιλαμβάνει διαμονή και σίτιση.

επιβιβάζομαι

transitive verb (get on: vehicle, ship, plane) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Smiths boarded the ship for America.
Οι Σμιθ επιβιβάστηκαν στο πλοίο για την Αμερική.

μένω, ζω

intransitive verb (lodge) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jason boarded with a family while at university.
Ο Τζέισον έμενε (or: ζούσε) με μια οικογένεια όσο σπούδαζε στο πανεπιστήμιο.

τοίχος

noun (hockey rink) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The board is closed for repairs, so all hockey games have been rescheduled.

εξετάσεις

plural noun (US (examination)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Medical students must pass the boards before starting to practice.

επιβίβαση

intransitive verb (transport: be boarded)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plane is going to board in five minutes.
Η επιβίβαση στο αεροπλάνο θα ξεκινήσει σε πέντε λεπτά.

είμαι οικότροφος, είμαι εσωτερικός

intransitive verb (school: be boarding pupil)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
James isn't a day boy, he boards.

οικοτροφείο

noun (guesthouse: offers lodging)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some friends and I are staying in a boarding house this summer.

ξενοδοχείο για σκύλους

plural noun (lodging for dogs) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I put my dog in the boarding kennels while I went on holiday.

κάρτα επιβίβασης

noun (passenger ticket)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All passengers must present their boarding passes before entering the airplane.
Όλοι οι επιβάτες οφείλουν να επιδεικνύουν την κάρτα επιβίβασής τους πριν εισέλθουν στο αεροπλάνο.

oικότροφος, οικότροφη

noun (student: lives at boarding school)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

οικοτροφείο

noun (school: residential)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul misbehaved so badly that his parents sent him to a boarding school.
Ο Πολ φέρθηκε τόσο άσχημα που οι γονείς του τον έστειλαν σε οικοτροφείο.

mountain boarding

noun (type of extreme skateboarding)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boarding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του boarding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.